To παρακάτω κείμενο αποτέλεσε εισήγηση σε εκδήλωση - συζήτηση της Λ.Κ. 37 στις 19 Μάη 1989



ΟΙ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ

Το στεγαστικό πρόβλημα δε συνίσταται απλώς στα υπέρογκα νοίκια, τις εξώσεις, την έλλειψη στέγης˙ όλ' αυτά δεν αποτελούν παρά τις πιο φανερές και θεαματικά προβαλλόμενες -απ' τα μέσα μαζικής ενημέρωσης- πλευρές του. Στην ουσία συνδέεται άμεσα με το "μοντέλο" ανάπτυξης του κράτους και του κεφάλαιου στην Ελλάδα: το συνεχές (απ' τη μεταπολεμική περίοδο μέχρι σήμερα) ρεύμα εσωτερικής μετανάστευσης προς την Αθήνα και ορισμένες άλλες πόλεις, λόγω συσσώρευσης σ' αυτές του εμπορίου, των υπηρεσιών, της βιομηχανίας κ.λπ. σε συνδυασμό με την κρίση της οικοδομής, την ακρίβεια των νέων κατοικιών και την επίθεση λιτότητας που τα τελευταία χρόνια έχουν εξαπολύσει κράτος και αφεντικά, έχουν δημιουργήσει ένα οξύτατο κοινωνικό ζήτημα που τείνει να μονιμοποιηθεί σαν πρόβλημα για ολοένα και περισσότερα κοινωνικά στρώματα και κατηγορίες. Χιλιάδες εργαζόμενοι και συνταξιούχοι ξοδεύουν το μεγαλύτερο μέρος του μισθού ή της σύνταξής τους για νοίκι, ενώ η κρίση της στέγης αναγκάζει πολλούς φοιτητές απ' την επαρχία να στρατωνίζονται κάτω από άθλιες συνθήκες στις φοιτητικές εστίες - γκέτο, άνεργους νέους να εξαρτώνται ολόπλευρα απ' την οικογένεια και στο βαθμό που δεν έχουν ούτε καν αυτή την εναλλακτική λύση (πατρικό σπίτι στην Αθήνα) να γίνονται αντικείμενο ανεπίτρεπτου εκβιασμού και εκμετάλλευσης απ' τη μεριά των ιδιοκτητών. Οξύτατο στεγαστικό πρόβλημα αντιμετωπίζουν επίσης και οι ξένοι εργάτες που συνωστίζονται και γκετοποιούνται στις πιο άθλιες και υποβαθμισμένες περιοχές της Αθήνας και άλλων μεγαλουπόλεων, καθώς και διάφορες εθνικές και φυλετικές μειονότητες στην Ελλάδα (Τούρκοι, Πομάκοι, γύφτοι κ.λπ.).

Για μας το στεγαστικό είναι ένα πρόβλημα που -όπως κάθε άλλο κοινωνικό πρόβλημα- απορρέει απ' τις σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης στις οποίες βασίζεται μια κοινωνία διαιρεμένη σε τάξεις, σε διευθυντές και διευθυνόμενους. Η ταξική ανισότητα διαπερνά το στεγαστικό σ' όλες του τις διαστάσεις: την οικονομική, την κοινωνική και την πολιτική.

Η οικονομική διάσταση δεν περιορίζεται στο ότι κάποιοι έχουν οικονομικές δυνατότητες και κάποιοι δεν έχουν και κατά συνέπεια ο αγώνας για λίγα ψίχουλα παραπάνω -καχεκτικές επιδοτήσεις ενοικίων, στεγαστικά δάνεια κ.λπ- δε λύνει το πρόβλημα (αν σκεφτεί κανείς επιπλέον ότι σε συνθήκες οικονομικής κρίσης πολλές φορές είναι αμφίβολες ακόμα και οι ελάχιστες παραχωρήσεις απ' τη μεριά του κράτους και του κεφάλαιου).

Αντίθετα η οικονομική διάσταση του στεγαστικού αγγίζει τόσο την εμπορευματοποίηση των κοινωνικών αναγκών όσο και σαν συνέπεια τον ωμά καταναγκαστικό και εκμεταλλευτικό χαρακτήρα της εργασίας που αποτελεί το βαρύ τίμημα για την κάλυψη έστω και στοιχειωδών ανθρώπινων αναγκών μια απ' τις οποίες είναι και εκείνη της στέγης.

Μέσα στη δίνη της οικονομικής κρίσης και της επίθεσης του κράτους και του κεφάλαιου ενάντια στα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, το διαρκές κυνήγι για τη διασφάλιση μόνιμης ή προσωρινής στέγης, δεν μπορεί να οδηγεί παρά στην ολόπλευρη εξαθλίωση και υποταγή των εκμεταλλευόμενων στους χώρους εργασίας.

Πέρα όμως από την οικονομική διάσταση υπάρχει και η κοινωνική που συνίσταται στον τρόπο δόμησης της πόλης, στη χωρο-ταξική κατανομή των μεν κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων στις πιο υποβαθμισμένες και μολυσμένες περιοχές, των δε ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων στις πιο προνομιακές συνοικίες.

Το στεγαστικό πρόβλημα σχετίζεται άμεσα με τον τρόπο ζωής των ανθρώπων, με τις μεταξύ τους κοινωνικές σχέσεις των οποίων η αθλιότητα αντανακλάται και αναπαράγεται μέσα στα τσιμεντένια κλουβιά της απομόνωσης που λέγονται διαμερίσματα. Αυτή η απομόνωση οδηγεί στην αναγωγή των κοινωνικών προβλημάτων που η εξουσία δημιουργεί σε προβλήματα "φυσικά" και αναπόφευκτα τα οποία μπορούν και πρέπει ν' αντιμετωπιστούν εξατομικευμένα, απ' τον καθένα χωριστά, ανάλογα με τις δυνατότητες και τα εφόδια που διαθέτει στη ζούγκλα της επιβίωσης.

Εδώ πρέπει να τονιστεί και ο ρόλος του κράτους, των κομμάτων και των φορέων - παραρτημάτων τους στη διαδικασία αδρανοποίησης και παθητικοποίησης όσων θίγονται απ' την κρίση της στέγης˙ ο στόχος είναι σαφής: οι τελευταίοι πρέπει πάση θυσία να πειστούν πως η μόνη εφικτή λύση είναι η ανάθεση της ικανοποίησης των αναγκών τους στους κομματικούς και κρατικούς γραφειοκράτες. Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι ο ευνουχισμός κάθε ριζοσπαστικής τάσης που -συνειδητά ή ασυνείδητα- αμφισβητεί τις κρατικές και κομματικές διαμεσολαβήσεις, προωθώντας άμεσες και δυναμικές λύσεις.

Έτσι το ίδιο το σύστημα που δημιουργεί το στεγαστικό πρόβλημα -κάθε φορά που το τελευταίο παίρνει τεράστιες διαστάσεις ώστε να φιγουράρει στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων- καλείται να το "επιλύσει" μ' έναν καταιγισμό προτάσεων, αντιπροτάσεων και νομοθετικών τροποποιήσεων που δεν αποσκοπούν παρά στη συγκάλυψη της ουσίας, των αιτιών και των τρόπων αντιμετώπισής του. Παράλληλα ακολουθώντας τη γνωστή τακτική του "διαίρει και βασίλευε" προωθεί και εντείνει τους διαχωρισμούς ανάμεσα σ' όσα κοινωνικά στρώματα και κατηγορίες υφίστανται το στεγαστικό, στρέφοντας μάλιστα ορισμένες φορές τους μεν εναντίον των δε (ρατσισμός ενάντια στη νεολαία, στους ξένους εργάτες κ.λπ).

Κατά συνέπεια τα διαφορετικά κομμάτια που αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα, κατακερματισμένα και διαχωρισμένα τόσο μεταξύ τους όσο και το καθένα στο εσωτερικό του, στερούνται -εφόσον συνεχίσουν να παραμένουν στα υπάρχοντα πλαίσια ετεροκαθορισμού τους- κάθε δυνατότητα άμεσης επίλυσής του.

 

Η πρακτική της κατάληψης άδειων κτιρίων σαν πρακτική αντιμετώπισης του στεγαστικού σε όλες του τις διαστάσεις

Καταρχήν θέλουμε να τονίσουμε ότι η κατάληψη αποτελεί πρακτική αντιμετώπισης και όχι επίλυσης του στεγαστικού προβλήματος. Κι αυτό γιατί το τελευταίο δεν μπορεί να επιλυθεί στο σύνολό του παρά μόνο με την ανατροπή των σχέσεων εξουσίας κι εκμετάλλευσης που το γεννούν και το διαιωνίζουν.

Η κατάληψη σαν πρακτική αντιμετώπισης του στεγαστικού σε όλες του τις διαστάσεις:

-Αμφισβητεί έμπρακτα την ιδιοκτησία στο βαθμό που η τελευταία αποτελεί μέσο εκμετάλλευσης των στεγαστικών αναγκών. Καταστρατηγεί έμπρακτα την αντικοινωνική στάση των ιδιοκτητών που -για ιδιοτελείς λόγους- κρατούν κλειστά χιλιάδες σπίτια, τη στιγμή που υπάρχει φοβερή έλλειψη στέγης. (Όσον αφορά το νόμο περί "οικιακής ειρήνης" δεν αποτελεί απλώς το πρόσχημα για την καταστολή των καταλήψεων, αλλά και τη νομική βάση που επιτρέπει στους ιδιοκτήτες να κρατούν χιλιάδες σπίτια για χρόνια κλειστά. Οι καταληψίες ανοίγοντας τα κλειστά σπίτια κατέδειξαν ότι πίσω από τις σφραγισμένες πόρτες η μόνη ειρήνη που υπήρχε ήταν αυτή της εγκατάλειψης και του νεκροταφείου.)

- Ακυρώνει εν μέρει την οικονομική εκμετάλλευση των στεγαστικών αναγκών, μέσω της άρνησης πληρωμής ενοικίου.

- Αρνείται το διαμεσολαβητικό ρόλο του κράτους και των κομμάτων στην "επίλυση" του στεγαστικού.

- Προσπαθεί στο εσωτερικό της να οργανώσει ένα συλλογικό τρόπο ζωής και διαχείρισης των αναγκών μας.

Αυτονόητο βέβαια, ότι σ' έναν κόσμο άγριας εκμετάλλευσης, οι καταλήψεις δεν μπορούν ν' αποτελούν νησίδες απόλαυσης ή παράδεισους ελευθερίας, αλλά αντίθετα ορμητήρια της συλλογικής πάλης και της κοινωνικής αυτοάμυνας ενάντια στην εκμετάλλευση των στεγαστικών και των ευρύτερα κοινωνικών μας αναγκών.

Τέλος πιστεύουμε ότι οι καταλήψεις δεν αποτελούν τη μοναδική πρακτική αυτοοργάνωσης και άμεσης δράσης για την αντιμετώπιση του στεγαστικού˙ υπάρχει μια σειρά άλλων ανάλογων πρακτικών (απεργία ενοικίων, συλλογική παρεμπόδιση των εξώσεων, άρνηση πληρωμής των στεγαστικών δανείων κλπ) που προσιδιάζουν λιγότερο ή περισσότερο στο καθένα απ' τα κοινωνικά υποκείμενα που πλήττονται ολοένα και πιο πολύ απ' την κρίση της στέγης.

Με βάση τις παραπάνω εκτιμήσεις μας τόσο για την ουσία και το περιεχόμενο των καταλήψεων όσο και για τις διαστάσεις και την ένταση του ζητήματος στέγης, επιθυμούμε και κρίνουμε ως αναγκαία μια συλλογική δουλειά για το στεγαστικό και την προώθηση των καταλήψεων σε συνεργασία με όσους -εντός ή εκτός καταλήψεων- ενδιαφέρονται για κάτι τέτοιο. Στόχος μας είναι η συγκρότηση ενός συλλογικού ανατρεπτικού λόγου για το στεγαστικό, η προώθηση νέων καταλήψεων καθώς και η σύνδεσή μας με τους κοινωνικούς χώρους που αντιμετωπίζουν οξυμένο στεγαστικό πρόβλημα- είτε σαν οικονομικό είτε σαν πρόβλημα ευρύτερων όρων ζωής- και η ενίσχυση των πιο ριζοσπαστικών στοιχείων στο εσωτερικό τους στα πλαίσια ενός αγώνα με βάση την αυτοοργάνωση, την άμεση δράση και την αντιθεσμικότητα στο βαθμό που οι υπάρχοντες εξουσιαστικοί θεσμοί στοχεύουν στη διαιώνιση του προβλήματος και όχι στην επίλυσή του.

Λ. Κ. 37, 1989

 

 

 

 

 

 

 

 

1