ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΡΧΙΚΗΣ ΟΜΑΔΑΣ LIBERTAD (ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ)

 

Σύντροφοι, ως συνέπεια των πληροφοριών που μεταδίδουν τα διάφορα μέσα ενημέρωσης, όσον αφορά στην κατάσταση που επικρατεί στην Αργεντινή και ειδικότερα σε σχέση με την ενοχοποίηση όσων αντιστάθηκαν και αντιμετώπισαν την κρατική καταστολή, η ομάδα Libertad θέλει να σας κάνει γνωστό τι πραγματικά συνέβη αυτές τις μέρες.

Αν και η καπιταλιστική εκμετάλλευση υφίσταται ανέκαθεν στην Αργεντινή, τα τελευταία χρόνια η κατάσταση των εργαζόμενων χειροτέρευε όλο και περισσότερο, μέχρι που σήμερα έφτασε σε πρωτοφανές σημείο. Η εφαρμογή του νέο-φιλελεύθερου μοντέλου αποκάλυψε το αγριότερο πρόσωπο της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης: υψηλότατο ποσοστό ανεργίας, αξιοθρήνητη κατάσταση της δημόσιας υγείας και της παιδείας, υψηλό κόστος ζωής και τους χαμηλότερους μισθούς της ιστορίας.

Την πρώτη εβδομάδα του Δεκέμβρη αυτής της χρονιάς (σ. 2001) κάποιοι επιχειρηματικοί, οικονομικοί, συνδικαλιστικοί τομείς, καθώς και της περονικής αντιπολίτευσης, απέναντι στην κυβέρνηση του Fernando de la Rua, διέδωσαν την φήμη μιας επικείμενης υποτίμησης του πέσο σε σχέση με το δολάριο, πράγμα που προκάλεσε ένα “τραπεζικό Πανικό”, δηλαδή αποσύρθηκαν από τις τράπεζες περίπου δέκα εκατομμύρια δολάρια, θέτοντας σε κρίση το οικονομικό σύστημα. Το παιχνίδι αυτό των μεγάλων οικονομικών κύκλων στόχευε στο να αποκομίσουν τεράστια κέρδη από την βέβαιη υποτίμηση του πέσο, Περίπου στο 50%. Η κυβέρνηση και ο υπουργός οικονομικών, Domingo Caballo, πήραν το μέτρο της απάλειψης όλων των πληρωμών σε ρευστό θέτοντας το εβδομαδιαίο όριο των 250 πέσος (ή δολαρίων) σε κάθε ανάληψη. Ο σκοπός του μέτρου ήταν να διασωθεί η μετατρεψιμότητα του νομίσματος και να καλυφθεί το κενό, που άφησαν οι μεγαλοκαταθέτες, με τα λεφτά των μικρών και μεσαίων καταθετών. Η έλλειψη ρευστού προκάλεσε κατακόρυφη πτώση της εμπορικής δραστηριότητας, τρομερές καθυστερήσεις στις τράπεζες, και ρήξεις στην αλυσίδα των πληρωμών. Σ’ αυτές τις συνθήκες έλλειψης ρευστότητας, πολλοί συνταξιούχοι δεν μπόρεσαν να κάνουν αναλήψεις από τους λογαριασμούς τους και πολλοί εργαζόμενοι υπέστησαν καθυστερήσεις στην είσπραξη των μισθών τους. Η λαϊκή δυσαρέσκεια αύξανε όλο και περισσότερο, αν και μέχρι στιγμής η μόνη απτή εκδήλωσή της ήταν το υψηλό ποσοστό απόχής, άκυρων και λευκών των τελευταίων εκλογών που έφτασε σχεδόν το 30% (στοιχείο πολύ σημαντικό αν λάβει κανείς υπόψη του ότι στην Αργεντινή η ψήφος είναι υποχρεωτική).

Το κόμμα του Δικαίου προώθησε ένα συνταγματικό πραξικόπημα, με την υποστήριξη του CGT, για να οικειοποιηθεί ξανά την εξουσία. Μέσω των συνοικιακών καθοδηγητών ενθάρρυναν τις πρώτες λεηλασίες σε σούπερ-μάρκετ, οι οποίες γενικεύτηκαν σε μόλις δύο μέρες. Το παιχνίδι τους ξέφυγε από τα χέρια. Ως γνωστόν όποιος Παίζει με τη φωτιά κινδυνεύει να καεί.

Η οικονομική κρίση που περνάει η Αργεντινή, προϊόν της αρπαγής και της εκμετάλλευσης που υφίσταται ο λαός, προκάλεσε σε όλη τη χώρα μια σειρά από αυθόρμητες αντιδράσεις αποκήρυξης και διαμαρτυρίας ενάντια στην κυβερνούσα τάξη. Όλα ξεκίνησαν με μια σειρά μεμονωμένων λεηλασιών σε σούπερ-μάρκετ ολόκληρης της χώρας και ειδικότερα στην επαρχία του Buenos Aires και του Entre Rios, που αρχικά υποκινήθηκαν από τους περονιστές (που αποτελούν το κόμμα Δικαίου και ήταν στην αντιπολίτευση), όπως ακριβώς είχαν κάνει και το ’89, όταν στην κυβέρνηση ήταν ο Alfosin, πράγμα που τελικά προκάλεσε και την παραίτησή του αφού η χώρα βρέθηκε σε κατάσταση πολιορκίας. Όμως η κατάσταση τους ξέφυγε από τα χέρια. Σε μια χώρα με 4 εκατομμύρια ανέργους και 14 εκατομμύρια ανθρώπους στο όριο της φτώχειας, όπου τα καταστήματα και τα εμπορικά κέντρα επιδεικνύουν στις βιτρίνες τους τα ακριβότερα προϊόντα και το εκλεκτότερο φαγητό για τις πλούσιες τάξεις, οι λεηλασίες μετατράπηκαν σε μαζική πρακτική σε όλες τις απαγορευμένες περιοχές. Ο κόσμος έπαιρνε από τα σούπερ-μάρκετ από τρόφιμα έως και ηλεκτρικές συσκευές, δηλαδή ό,τι του ήταν απαραίτητο.

Τη Τετάρτη στις 19 (Δεκέμβρη) η αστυνομία άρχισε να παίρνει σκληρά μέτρα καταστολής και κάποιες μεγάλες αλυσίδες καταστημάτων επέλεξαν να μοιράσουν τσάντες με φαγητό, πριν λεηλατηθούν, (τσάντες που κόστιζαν λιγότερο από 5 δολάρια η κάθε μία, σε σύγκριση με τα χαμένα εκατομμύρια) όμως ούτε και έτσι σταμάτησε η εξάπλωση της επιδημίας. Η κατάσταση ήταν ολοένα και πιο τεταμένη και κατά τις 11 το βράδυ της ίδιας μέρας ο πρωθυπουργός Fernando de la Rua κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση πολιορκίας. Επί τριάντα μέρες η αστυνομία στρατοπέδευε στην Casa Rosada (έδρα την Κυβέρνησης) και στο Κογκρέσο, που προστατεύονταν από ακόμα περισσότερες δυνάμεις ασφαλείας και οχυρώσεις. Αμέσως άρχισαν να ηχούν οι κατσαρόλες στα παράθυρα των συνοικιών του Buenos Aires. Κι αν μέχρι εκείνη τη στιγμή το ξέσπασμα αφορούσε κυρίως τις πιο φτωχές περιοχές, τώρα έβγαιναν στο δρόμο ακόμα και οι κάτοικοι των συνοικιών της μεσαίας τάξης. Άλλοι επειδή δεν είχαν λεφτά και άλλοι επειδή δεν είχαν πρόσβαση σε αυτά.

Ο κόσμος συγκεντρώθηκε αυθόρμητα στους δρόμους. Από τα σπίτια έβγαιναν γυναίκες και άντρες με τα παιδιά τους, ηλικιωμένοι, νέοι που, και πάλι αυθόρμητα, ξεκίνησαν να περπατούν προς την Plaza de los Congresos και την Plaza de Mayo. Ο λαός τη Αργεντινής κουρασμένος πια από την εξαθλίωση που υπέμενε εδώ και χρόνια, για πρώτη φορά, αφήνοντας κατά μέρος τους παραδοσιακούς και τους καθοδηγητές, αυτοσυγκαλέστηκε ακούγοντας τον ήχο των κατσαρολικών, μαθαίνοντας τα νέα στόμα με στόμα ή από το τηλέφωνο, από το κλείσιμο των δρόμων, από το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και τις αυθόρμητες διαδηλώσεις, πράγμα που προκάλεσε ένα φαινόμενο διάδοσης της συμμετοχής όμοιο με επιδημία. Αν αυτό που θέλανε να πετύχουν κηρύσσοντας το κράτος σε κατάσταση πολιορκίας ήταν να μείνουν όλοι στα σπίτια τους, κατάφεραν ακριβώς το αντίθετο.

Όμως αυτό που ξεκίνησε σαν μια ειρηνική διαδήλωση, με την προκλητική κραυγή “να την βάλουν στον κώλο τους την κατάσταση πολιορκίας” να αντηχεί σε ολόκληρη την πόλη, μαζί με τον ήχο των κατσαρολικών και τις κόρνες των αυτοκινήτων και των ταξί, που προστέθηκαν στις φωνές, τελείωσε κατά τις 3 τα ξημερώματα με ένα σύννεφο καπνού από τα δακρυγόνα, με πλαστικές σφαίρες, καταστροφές και εκατοντάδες συλληφθέντες, όπως και με την παραίτηση του υπουργού οικονομίας, Domingo Caballo (που είχε επίσης διατελέσει υπουργός οικονομικών σε μια περίοδο της δικτατορίας και ενόσω πρωθυπουργός ήταν ο Menem).

Το επόμενο πρωί η Plaza de Mayo γέμισε ξανά κόσμο. Και πάλι ξεκίνησε σαν ειρηνική διαμαρτυρία όπου ακούγονταν να ηχούν κατσαρόλες και παρευρίσκονταν συνταξιούχοι και παιδιά. Πέρα από την κατάσταση πολιορκίας ο κόσμος αποκήρυσσε και την καταστολή της προηγούμενης ημέρας. Οι περιφρονητικές φωνές περιλάμβαναν όλα τα πολιτικά κόμματα, ακόμα και της αριστερής αντιπολίτευσης, και δεν επιτράπηκε σε κανένα να αναρτήσει (όπως και το προηγούμενο βράδυ) κομματικές σημαίες και πινακίδες. Η αριστερά κράτησε επονείδιστη στάση, μένοντας στο περιθώριο των αναμετρήσεων με την αστυνομία και εμποδίζοντας όποιον προσπαθούσε να κάνει κάποια καταστροφή, αν και κάποιοι οπαδοί αυτών των κομμάτων δεν αντιστάθηκαν στην επιδημία και είχαν ατομική συμμετοχή μπρος στην απραξία των οργανώσεών τους. Κάποιες ομάδες δρούσαν χωρίς να ανήκουν σε κάποιο κόμμα και επίσης πάρα πολλοί αναρχικοί. Η απώλεια κύρους της αστυνομίας ήταν προφανής. Στην Plaza de Mayo η οργή του κόσμου κατευθυνόταν επίσης κατά των αρχηγών των συνδικάτων (πραγματικοί οργανωμένοι μαφιόζοι, στην πλειοψηφία τους περονιστές), κατά του επιχειρησιακού τομέα (συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών), κατά όλων των πολιτικών και των δημοσίων υπαλλήλων, τόσο της κυβέρνησης όσο και της αντιπολίτευσης, και τέλος κατά των δυνάμεων καταστολής. Ο De la Rua βρισκόταν στην Casa Rosada και το μεσημέρι έδωσε διαταγή να “εκκενωθεί η πλατεία”. Οι αστυνομικοί όρμησαν πάνω στον κόσμο και έπαιρναν τους συλληφθέντες χτυπώντας τους και τραβώντας τους από τα μαλλιά. Όλο το απόγευμα ο κόσμος αντιστεκόταν στην πλατεία. Τα αέρια και οι πλαστικές σφαίρες τους ανάγκαζαν να υποχωρήσουν, όμως αμέσως έφτιαχναν καινούργιες οχυρώσεις και τοποθετούσαν σύρμα κατά μήκος των δρόμων για να εμποδίσουν τα άλογα να περάσουν και να επιστρέψουν στην πλατεία. Οι διαδηλωτές απέκλεισαν κάθε δυνατότητα πρόσβασης και αντιμετώπισαν την αστυνομία, ενώ την ίδια στιγμή στο κέντρο οι Μητέρες της πλατείας Μαΐου, που έκαναν πορεία, όπως κάθε Πέμπτη, κάποιες ειρηνικές ομάδες απομακρύνθηκαν βίαια από την αστυνομία. Κατά τις 6.00 το κέντρο του Μπουένος Άιρες χωρίστηκε στα δύο, από τη λεωφόρο 9 de julio και προς την πλατεία Μαΐου η αστυνομία είχε κατορθώσει να πάρει τον έλεγχο, και από την λεωφόρο προς το Κογκρέσο οι δρόμοι ήταν γεμάτοι κόσμο που έφτιαχνε οδοφράγματα. Στη λεωφόρο 9 de julio συνέχιζαν οι συγκρούσεις μέσα στον καπνό από τα οδοφράγματα και τα δακρυγόνα, ενώ ηχούσαν οι κόρνες των μοτοσικλετιστών, που πέρναγαν σε ομάδες, χλευάζοντας τα μέτρα καταστολής. Εκεί έφτασαν φορτηγάκια γεμάτα αστυνομικούς, που πυροβολούσαν από τα παράθυρα, καθώς και βυτιοφόρο οχήματα. Παρά τα μέτρα καταστολής ο κόσμος δεν δεχόταν να αφήσει τους δρόμους, ακόμα και γύρω από την πλατεία Μαΐου, που ήταν εντελώς περικυκλωμένη. Ήδη είχε γίνει γνωστό ότι 7 νέοι είχαν δολοφονηθεί από την αστυνομία με πυροβολισμούς. Ο κόσμος έριχνε από τα μπαλκόνια κουβάδες με νερό και λεμόνια για να βοηθήσει τους κουκουλοφόρους που αντιστέκονταν (οι ηλικιωμένοι και τα παιδιά είχαν απομακρυνθεί) και επικρατούσε κλίμα πραγματικής συναδελφικότητας ανάμεσα στον κόσμο που συνέχιζε να συγκεντρώνεται. Οι δυνάμεις ασφαλείας μετά βίας είχαν κατορθώσει να επικρατήσουν σε ένα κομμάτι του κέντρου (παρότι ο κόσμος αμυνόταν μόνο με πέτρες και οδοφράγματα), αλλά στιγμή δεν μπόρεσαν να κυριαρχήσουν πάνω στους διαδηλωτές, που συνέχιζαν στις γύρω περιοχές να καταστρέφουν και να λεηλατούν τα σύμβολα και τους κύριους εκφραστές του καπιταλιστικού συστήματος: τράπεζες, δημόσιες υπηρεσίες, αστυνομικά τμήματα, ασφαλιστικές εταιρείες, γραφεία της εταιρείας ηλεκτροδότησης, Mac Donald’s, BlockBuster, την αλυσίδα δισκοπωλείων Musimundo. Οι λεωφόροι de Mayo και Corrientes παρουσίαζαν ένα ασυνήθιστο θέαμα λόγω της φωτιάς και των καταστροφών. Κατά τις 7.30 το απόγευμα ανακοινώθηκε η παραίτηση του Fernando de la Rua αλλά οι συγκρούσεις και οι λεηλασίες συνέχισαν στην πόλη μέχρι τη νύχτα.

Το αποτέλεσμα μετά τις 19 και 20 του Δεκέμβρη είναι το ακόλουθο: 30 νεκροί (η πλειοψηφία κατά τη διάρκεια των λεηλασιών από πυροβολισμούς καταστηματαρχών και άλλοι γύρω από την πλατεία Μαΐου από την αστυνομία. Οι περισσότεροι εικοσάρηδες, όμως σκοτώθηκε και ένας άνδρας 57 χρονών και ένα κοριτσάκι δεκατριών), εκατοντάδες τραυματίες, 3.200 συλληφθέντες και κακοποιημένοι στα αστυνομικά τμήματα (πολλοί από τους οποίους εξακολουθούν να είναι φυλακισμένοι), 200 ή περισσότερες λεηλασίες σε σούπερ-μάρκετ και ζημιά χιλίων εκατομμυρίων δολαρίων από τις εταιρείες που δέχθηκαν επίθεση και των οποίων τα τεράστια κέρδη ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την λαϊκή εξαθλίωση. Ξεσηκωμοί υπήρξαν σε όλη τη χώρα, που όμως πολλαπλασιάστηκαν όταν έφτασε η είδηση της εξέγερσης στο Μπουένος Άιρες.

Στην υπόλοιπη χώρα, στην πρωτεύουσα και στην ευρύτερη περιοχή του Μπουένος Άιρες συνεχίστηκαν οι λεηλασίες και η αστυνομική καταστολή. Εν μέσω των συγκρούσεων με την αστυνομία και με εκατοντάδες διαδηλωτές να προσπαθούν να φτάσουν στο κέντρο της πόλης, και τα δύο κεντρικά συνδικάτα ξεκίνησαν μια “γενική απεργία αορίστου χρόνου”, όχι με σκοπό να υπερκαλύψουν τη λαϊκή διαμαρτυρία, αλλά για να μην μπορούν , αφού δεν λειτουργούσαν οι συγκοινωνίες, να φτάσουν οι διαδηλωτές μέχρι το κέντρο της πόλης.

Οι περονικοί παρερμήνευσαν το μήνυμα του λαού. Η διαμαρτυρία στρεφόταν επίσης εναντίον τους, όπως και ενάντια στους αρχηγούς των συνδικάτων, των επιχειρηματιών και των τραπεζών. Τα θριαμβευτικά χαμόγελα των Menem, Duhalde (πρώην κυβερνήτη της επαρχίας του Μπουένος Άιρες), Rodriguez Saa (νέο-εκλεγμένος πρωθυπουργός από το Κοινοβούλιο), Ruckauf (κυβερνήτη του Μπουένος Άιρες) και άλλων κεφαλών του κόμματος του Δικαίου άρχισαν να σβήνουν όταν, έπειτα από λίγες μέρες ηρεμίας κατά τις οποίες πίστεψαν ότι τα πράγματα άλλαξαν, στις 28 Δεκέμβρη τη νύχτα ξέσπασε νέα αυθόρμητη διαμαρτυρία που κατεστάλη από την αστυνομία.

Το απόγευμα της ίδιας μέρας στο τέρμα των τρένων πυρπολήθηκαν αρκετοί συρμοί και το πυροσβεστικό σώμα της αστυνομίας, όπως και τα γραφεία του σταθμού λιθοβολήθηκαν από τον κόσμο. Αφορμή για το ξέσπασμα των ταραχών αποτέλεσαν οι καθυστερήσεις και η μη επιστροφή του αντίτιμου του εισιτηρίου σε περίπτωση διακοπής της λειτουργίας του τρένου, λόγω μιας συντεχνιακής διαμάχης που είχε ξεσπάσει εκτός συνδικάτου. Επιπλέον ο καινούργιος πρωθυπουργός είχε τοποθετήσει σε κυβερνητικές θέσεις πρώην δημόσιους λειτουργούς που χρειάστηκε να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους κατά την προηγούμενη δεκαετία λόγω καταγγελιών για διαφθορά, την ίδια στιγμή που και τον ίδιο τον βάραιναν παρόμοιες καταγγελίες. Ο κόσμος αγανακτισμένος βγήκε στους δρόμους μπροστά σε αυτή την κατάσταση που έμοιαζε φάρσα και προφανές παράδειγμα έλλειψης πολιτικής εξυπνάδας.

Και πάλι αυθόρμητες πορείες διαμαρτυρίας και κόσμος συγκεντρωμένος έξω από το Κογκρέσο και το Casa Rosada. Ο κύριος κατηγορούμενος για διαφθορά, ο Carlos Grosso, παραιτήθηκε αλλά η νύχτα άφησε πίσω της 50 συλληφθέντες και μερικούς τραυματίες. Κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων πυρπολήθηκε μια πτέρυγα του Κογκρέσου από διαδηλωτές που κατάφεραν να μπουν και να βγάλουν στο δρόμο έπιπλα και άλλα σύμβολα τα οποία έκαψαν αμέσως. Η αστυνομία δεν είχε πολλή τύχη: οι διαδηλωτές προκάλεσαν σε δώδεκα από τους καταστολείς κατάγματα σε όλο το σώμα με πέτρες, γροθιές και ξύλα. Αυτή τη φορά οι σοβαρά τραυματισμένοι ήταν από τη μεριά τους. Και στην περίπτωση αυτή η διαδήλωση αυτοσυγκαλέστηκε (...) Αν και δεν υπήρξαν νεκροί κατά τη διάρκεια των γεγονότων, το Κράτος και η αστυνομία του δεν μπορούσαν να φύγουν με άδεια χέρια: τα ξημερώματα της 29ης, όταν τα γεγονότα τελείωναν, τρεις νέοι δολοφονήθηκαν από έναν συνταξιούχο ομοσπονδιακό αστυνομικό. Ο δολοφόνος (πρώην οδηγός του τυράννου Jorge Videla) πυροβόλησε τους Maxi, Christian και Andrian σε ένα μπαρ, το οποίο προστάτευε γιατί ενώ έβλεπαν τις εικόνες των διαδηλωτών να χτυπούν έναν ένστολο έκαναν σχόλια ικανοποίησης “αυτή τη φορά τους πόνεσε κι εκείνους”. Όταν ο αστυνομικός - χασάπης, ονόματι Balastiqui, τους άκουσε, τους δολοφόνησε επί τόπου, τους έσυρε έξω από το μπαρ, έριξε πλάι στα κορμιά τους ένα μαχαίρι και ανέφερε ότι είχαν κάνει απόπειρα κλοπής. Οι κάτοικοι της συνοικίας Floresta, αγανακτισμένοι από τις δολοφονίες των τριών νέων, θέλησαν να λιντσάρουν τον δράστη, αλλά τον προστάτευσαν οι συνάδελφοί του, πράγμα που πυροδότησε καινούρια μάχη στην περιοχή που τελείωσε χωρίς άλλα μοιραία θύματα. Οι νεαροί που δολοφονήθηκαν είχαν την εκτίμηση όλης της γειτονιάς, ήταν θαμώνες του μπαρ και ούτε καν είχαν λάβει μέρος στα βίαια επεισόδια εκείνης της ημέρας. Ο Maxi, ο Christian και ο Andrian ήταν από 23 έως 25 ετών.

Ο πρωθυπουργός Rodriguez Saa υποσχέθηκε να κάνει σε εφτά ημέρες το ακατόρθωτο, να συγκεντρώσει δηλαδή όλο το πολιτικό φάσμα από την αριστερά ως τη δεξιά. Το κολάζ αυτό διαλύθηκε με την παραίτηση του Rodriguez Saa στις 29 Δεκέμβρη και ο δεύτερος στην σειρά της διαδοχής, ο Puerta, αρνήθηκε την θέση. O Eduardo Duhalde, γνωστός καταπιεστής και απολυταρχικός, εξελέγη νέος πρωθυπουργός από το Κοινοβούλιο την 1η Γενάρη. Στις οικονομικές του προτάσεις συμπεριλαμβανόταν μια ελεγχόμενη υποτίμηση, που θα μείωνε τον καθαρό μισθό κατά 20 ή 30%.

Για άλλη μια φορά ο λαός πλήρωσε τη νύφη. Και στο μεταξύ εκατοντάδες διαδηλωτές εξακολουθούν να κρατούνται σε φυλακές και αστυνομικά τμήματα ολόκληρης της χώρας.

Η κατάσταση σήμερα εξακολουθεί να είναι εκρηκτική. Ο λαός ξεπέρασε τους καθοδηγητές του (που σίγουρα τώρα έχουν μετανιώσει που ενθάρρυναν την ανυπακοή των πολιτών και τις λεηλασίες). Κανένας πολιτικός, αρχηγός συνδικάτου ή επιχειρηματίας δεν χαίρει εκτίμησης στην Αργεντινή. Ο λαός έχει κουραστεί από την εξαθλίωση και την καθημερινή κλοπή που υφίσταται. Τα συνθήματα που τραγουδάει ο κόσμος είναι: “Ποτέ πια κλοπή στην Αργεντινή” και “Να φύγουν όλοι, να μην μείνει κανείς”.

Οι στιγμές που ζει αυτή η χώρα είναι το ξεκίνημα μιας διαδικασίας που δεν ξέρουμε πώς θα τελειώσει. Μαζί με το σαματά υπάρχει και μια ευφορική κατάσταση, και μια νέα μορφή ταυτότητας αναδύεται ανάμεσα σε ΕΜΑΣ και σε ΑΥΤΟΥΣ. Ως αναρχικοί θεωρούμε ότι η στιγμή είναι πολύ ευνοϊκή για την διάδοση των ιδεών μας.

 Grupo Libertad
http://www.geocities.com/grupo_libertad