MAΥΡΗ ΣΗΜΑΙΑ, Αναρχικό Δελτίο Αντιπληροφόρησης και Δράσης νο 45, Aπρίλης 2007

Ιστορικό Αναρχικό Δελτίο:

CANGACEIROS

Tο όνομα Os Cangaceiros έγινε γνωστό από την ομώνυμη γαλλική ριζοσπαστική ομάδα που δραστηριοποιήθηκε πολύ έντονα, κυρίως ενάντια στις φυλακές, με πλήθος από σαμποτάζ, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980. Λιγότερο γνωστό είναι πως αυτή η γαλλική ομάδα έλαβε την ονομασία της από μια ομάδα κοινωνικών ληστών που έδρασαν στην ύπαιθρο της βορειοανατολικής Βραζιλίας τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα.

Αυτή είναι μια πρώτη, σύντομη παρουσίαση στα ελληνικά των Cangaceiros και του γνωστότερου ανάμεσα σε αυτούς, του Lampiao, του λεγόμενου και “βασιλιά του cangaco”.

Cangaco είναι ένα όνομα της ερήμου και της περιπλάνησης σε αυτήν, αλλά και το όνομα μιας μορφής κοινωνικής ληστείας που αναπτύχθηκε από τα τέλη του 18ου μέχρι και τις αρχές του 20ού αιώνα στη βορειοανατολική Βραζιλία. Ζώντας μια ζωή δύσκολη γεμάτη κακουχίες, σε ένα σκληρό περιβάλλον ξηρασίας και θαμνώδους βλάστησης στα άνυδρα και άγονακά εδάφη της βορειοανατολικής Βραζιλίας, το Sertao, και ως αντίδραση στην κυριαρχία των γαιοκτημόνων, της κυβέρνησης και των ευρωπαίων αποικιοκρατών, πολλοί φτωχοί άντρες και γυναίκες περιπλανιούνταν ένοπλοι στην έρημο αναζητώντας χρήματα, τροφή και εκδίκηση.

Έτσι γεννήθηκαν οι cangaceiros, οι συμμορίες των ληστών που τριγυρνούσαν ως νομάδες στις ερημικές περιοχές φορώντας δερμάτινα πανωφόρια και καπέλα. Ο όρος cangaceiro είχε υποτιμητική χροιά, όπως και οι λέξεις cabra ή bandoleiro, που χρησιμοποιούνταν για να περιγράψουν εκείνους που δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν στον τρόπο ζωής που επέβαλε μια νέα κοινωνία, αποτελούμενη από τους απογόνους των ευρωπαίων αποικιοκρατών.

Αν και πρόκειται για μια από τις πρώτες περιοχές της Βραζιλίας που αποικίστηκαν από τους Πορτογάλους οι οποίοι αφάνισαν τους ιθαγενείς και μετέφεραν σκλάβους από την Αφρική, η βορειοανατολική γωνιά της και η ενδοχώρα της παραδοσιακά υπήρξε από τις πιο καθυστερημένες. Η τοπική κοινωνία βρισκόταν υπό την κυριαρχία μεγάλων γαιοκτημόνων και πολιτικών αφεντικών, που πολύ συχνά ήταν τα ίδια ακριβώς πρόσωπα. Αυτά τα αφεντικά που ήθελαν να επεκτείνουν ή να προστατέψουν τα εδαφικά τους σύνορα από τους αγρότες γης, είχαν ως μισθοφόρους για να ελέγχουν τη γη, τα χωριά και τους δρόμους, ένοπλους άντρες, τους διαβόητους jaguncos.

Απέναντι σε αυτούς, στους γαιοκτήμονες και τους μπράβους τους, ήταν οι cangaceiros, κοινωνικοί ληστές που υποστηρίζονταν από τους coiteiros, φτωχούς ανθρώπους που τους πρόσφεραν στέγη, τροφή και πληροφορίες για τους διώκτες τους, τις "volantes". Το έκαναν για πολλούς λόγους - είτε γιατί ήταν συγγενείς κάποιου cangaceiro, φίλοι ή πρώην γείτονές του, είτε γιατί είχαν κάποιο συμφέρον είτε και γιατί τους φοβόνταν.

Οι "volantes" ήταν ειδικές στρατιωτικές μονάδες που στέλνονταν στην περιοχή με σκοπό να εντοπίσουν και να εξολοθρεύσουν τους cangaceiros. Οι cangaceiros τους αποκαλούσαν "μαϊμούδες" (macacos), για τις καφέ στολές που φορούσαν και την προθυμία τους να υπακούν τα αφεντικά τους. Κάποιοι από αυτούς είχαν σύγχρονα (για την εποχή) αυτόματα Hotchkiss, όπλα που οι cangaceiros γρήγορα έμαθαν να φοβούνται - αλλά που ήταν και πάντα πρόθυμοι να κλέψουν για να τα χρησιμοποιήσουν οι ίδιοι...

Ο cangaceiro ήταν ένας άνθρωπος που τοποθετούσε τον εαυτό του "εκτός νόμου" κι αντιμετωπιζόταν ανάλογα. Προκαλούσε φόβο στους εχθρούς του και θαυμασμό στους φίλους του, και στην εξιδανικευμένη μορφή του στη λαϊκή κουλτούρα δεν ήταν ένας απλός ληστής, ήταν ένας αδικημένος και κυνηγημένος άνθρωπος που αντιμαχόταν περήφανα τους εχθρούς του. Ο πλούτος της απεικόνισής του στις λαϊκές τέχνες μαρτυρά πως η συγκεκριμένη μορφή είναι ένα σημαντικό στοιχείο της βραζιλιάνικης παράδοσης μέχρι και σήμερα.

Οι συμμορίες των Cangaceiros είχαν διαμορφώσει μια δική τους κοινωνική οργάνωση στις παρυφές της "επίσημης κοινωνίας", με έντονη την παρουσία θρησκευτικών στοιχείων, μια δική τους οικονομία, έναν κώδικα συμπεριφορών και ένα δικό τους σύστημα δικαίου.

Ειδικά ο Sao Jorge (ο Άγιος Γεώργιος) ήταν σημαντική μορφή για τους cangaceiros καθώς θεωρείται προστάτης των κυνηγημένων από την αστυνομία.

Οι cangaceiros εκτός από ένα δικό τους κώδικα συμπεριφορών είχαν κι ένα ξεχωριστό τρόπο ένδυσης: παρά τη ζέστη συνήθιζαν να φορούν καπέλα, σακάκια, παντελόνια, γάντια και σανδάλια ή μπότες από δέρμα, για να τους προστατεύουν από τα αγκάθια των caatinga -άγριων θάμνων και χαμόδεντρων που φυτρώνουν στους άνυδρους λόφους της βορειοανατολικής Βραζιλίας. Τα δερμάτινα ρούχα και τα καπέλα τους ήταν καλυμμένα και διακοσμημένα με κάθε είδους σχέδια, πολύχρωμες κορδέλες, νομίσματα και άλλα μεταλλικά αντικείμενα. Φορούσαν επίσης μαντήλια, δερμάτινες ζώνες για φυσίγγια και θήκες για τον οπλισμό τους.

Οι cangaceiros ήταν οπλισμένοι μέχρι τα δόντια και το μεγαλύτερο μέρος του οπλισμού των ήταν κλεμμένο από την αστυνομία, το στρατό και τις παραστρατιωτικές ομάδες. Είχαν μια ποικιλία από πολεμικά τουφέκια, περίστροφα, και κυνηγετικά όπλα, το γνωστό ημιαυτόματο πιστόλι Mauser "Para belum" καθώς και επαναληπτικές καραμπίνες τύπου Winchester. Έφεραν επίσης τα περιβόητα λεπτά, μακριά και εξαιρετικά αιχμηρά μαχαίρια "peixeira" που χρησιμοποιούσαν για να βασανίζουν τους εχθρούς τους.

Ένας συνήθης λόγος για τον οποίο οι νέοι εντάσσονταν στο cangaco ήταν η εκδίκηση για την προσβεβλημένη τιμή της φαμίλιας τους. Τέτοια ήταν η περίπτωση του Jesuino Brilhante, περίφημου cangaceiro από το Rio Grande do Norte, ο οποίος βοήθησε τα θύματα της μεγάλης ξηρασίας του 1877 και πέθανε σε μάχη με την αστυνομία στο Paraiba. Άλλος πολύ γνωστός cangaceiro, ο Sinho Pereira, εντάχθηκε στο cangaco προκειμένου να εκδικηθεί για το φόνο του αδερφού του, Ne Pereira, στην επαρχία Pernambuco, στη Serra Talhada.

Ανάμεσα στους διάσημους cangaceiros, Cabeleira, Adolfo Meia-Noite, Antonio Silvino, Jesuino Brilhante, Diogo da Rocha Figueira (Dioguinho), Lucas da Feira και Sinho Pereira, ο γνωστότερος ήταν ο Lampiao, η σημαντικότερη μορφή στη βραζιλιάνικη λαογραφία.

Ο Lampiao, ο ληστής που έγινε θρύλος, και το όνομα του οποίου συχνά αναφέρεται ως συνώνυμο ολόκληρης της ιστορίας του cangaco, γεννήθηκε στις 4 Ιούνη του 1898 στο χωριό Serra Talhada, στο Sertao, στην πολιτεία Pernambuco. Το όνομά του ήταν Virgulino και ήταν το τρίτο παιδί του Jose Ferreira da Silva και της Maria Lopes, μιας φτωχής οικογένειας χωρικών. Μέχρι τα 21 του χρόνια δούλευε σκληρά ως τεχνίτης δέρματος (γνώριζε επίσης γραφή και ανάγνωση και φορούσε γυαλιά μυωπίας - ασυνήθιστα χαρακτηριστικά για την σκληρή και φτωχή ζωή σ'αυτή την περιοχή). Ξεκίνησε την ιστορία του στο cangaco πολύ νέος, όταν η η οικογένειά του μπλέχτηκε σε μια θανάσιμη βεντέτα ανάμεσα στις οικογένειες του Pereira και του Nogueira-Carvalho. Η φαμίλια του Virgulino βρέθηκε αντιμέτωπη με την τοπική αστυνομία, και σε μια έφοδο στο σπίτι τους το 1919, ο πατέρας του σκοτώθηκε. Ο Virgulino θέλησε να εκδικηθεί κι αποδείχτηκε εξαιρετικά βίαιος κι ικανός γι αυτό. Ορισμένα από τα αδέρφια του έφυγαν από την περιοχή, αλλά ο Antonio, ο Livino και ο Ezequiel τον ακολούθησαν στο cangaco. Σε ηλικία 25 χρόνων, ο Virgolino έγινε ο Lampiao, η μάστιγα της ερήμου, και για είκοσι σχεδόν χρόνια το όνομά του φιγουράριζε συχνά στα πρωτοσέλιδα των βραζιλιάνικων εφημερίδων.

Ο capitao Lampiao περιπλανιόταν σε εφτά διαφορετικές πολιτείες, Bahia, Alagoas, Sergipe, Pernambuco, Piaui, Rio Grande do Norte και Ceara με μια έφιππη συμμορία βαριά οπλισμένων cangaceiros. Έκανε επιδρομές σε μικρές πόλεις, χωριά και αγροκτήματα, σκοτώνοντας στρατιώτες, αστυνομικούς κι όποιον του εναντιωνόταν, υποχρέωνε τους εμπόρους να του καταβάλουν λύτρα, λεηλατούσε κι άρπαζε από τους πλούσιους ό,τι μπορούσε ενώ μοίραζε συχνά μέρος της λείας του σε φτωχούς.

Ο Lampiao, επικηρυγμένος έναντι αδρής αμοιβής και καταδιωκόμενος από 4.000 άνδρες του στρατού και της αστυνομίας, παρά τα εγκλήματα που του αποδίδονταν έγινε λαϊκός ήρωας και εμφανιζόταν ως ο “Ρομπέν των Δασών” της Βραζιλίας. Φωτογραφιζόταν και έδινε συνεντεύξεις σε δημοσιογράφους με κάθε ευκαιρία. Η συμμορία του, η πιο σημαντική των cangaceiros, δεν ξεπερνούσε τους 50 άντρες, αλλά έφθασε να δίνει μάχες με πολλαπλάσιες δυνάμεις που την καταδίωκαν.

Τριγυρνώντας στη Santa Brigida, στην πολιτεία Bahia, το 1930 γνώρισε τη Maria Alia da Silva de Deia, σύζυγο του εμπόρου Ze de Nene, η οποία τον ακολούθησε στο cangaco κι έγινε γνωστή ως Maria Bonita. Ντυνόταν κι αυτή, όπως και άλλες γυναίκες που υπήρχαν στη συμμορία, σαν τους άντρες cangaceiros και συμμετείχε στις επιδρομές τους. Το αγαπημένο τραγούδι της συμμορίας ήταν το Mulher Rendera, ένας σκοπός πολύ γνωστός στη Βραζιλία, το οποίο τραγουδούσαν οι cangaceiros μπάινοντας στις κωμοπόλεις όπου ακολουθούσε γλέντι με μουσική και δυνατό αλκοολούχο cachaca.

Οι πολιτικοί και οι γαιοκτήμονες oργίζονταν από το γόητρο και τη δύναμή του αλλά το να πιάσουν και να σκοτώσουν τον Lampiao δεν ήταν εύκολο. Γνώριζε την ύπαιθρο, είχε φίλους και υποστηρικτές παντού. Οι περισσότεροι αστυνομικοί που στέλνονταν να τον πιάσουν δεν ήταν και πολύ ενθουσιασμένοι με την προοπτική να πέσουν σε ενέδρα των cangaceiros που ήταν αδίστακτοι με τους εχθρούς τους όπως επίσης ανελέητοι ήσαν και σε περίπτωση προδοσίας τους.

Τελικά, ο Lampiao προδόθηκε από έναν από τους υποστηρικτές του, τον Pedro de Candido, o oποίος με την απειλή βασανιστηρίων, είπε στους στρατιώτες ότι τα μέλη της συμμορίας κρύβονταν στη Fazenda Angico, ένα αγρόκτημα στην πολιτεία Sergipe. Στις 28 Ιούλη του 1938, ένα ισχυρό απόσπασμα εφόδου από στρατιώτες οπλισμένους με αυτόματα όπλα αιφνιδίασε την ομάδα του Lampiao στο Poco Redondo. Αρκετοί από τους ληστές κατάφεραν να διαφύγουν, αλλά όχι όλοι. Ο Lampiao και η Maria Bonita όπως και οι Quinta Feira, Luis Pedro, Caixa de Fosforo, Mergulhao, Cajarana, Diferente, Enedina, Nao Conhecido και Electrico έπεσαν νεκροί ύστερα από 20 λεπτά μάχης. Οι στρατιώτες πήραν μαζί τους τα κεφάλια των νεκρών ληστών στο Salvador de Bahia, όπου εκτίθονταν σε δημόσια θέα περισσότερο από τριάντα χρόνια.

Ο θάνατος του Lampiao σήμανε την αρχή του τέλους μιας ολόκληρης εποχής (ο τελευταίος κατετάνιος του cangaco, ο Corisco, σκοτώθηκε από την αστυνομία στις 25 Μάη 1940), όμως οι εξιδανικευμένες ανυπότακτες μορφές των cangaceiros και η εποποιία τους είναι ακόμα ζωντανές στην λαϊκή παράδοση της Βραζιλίας.

ΔΣ & ΚΣ για το Αναρχικό Δελτίο,
28/3/07

*