(Αναρχική περιοδική έκδοση Κύκλος της Φωτιάς, νο1, Καλοκαίρι 1997) επιστροφή

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΦΩΣ ΚΑΙ ΤΗ ΣΚΙΑ ΕΦΙΑΛΤΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ

“Εν πάση περιπτώσει, ένας παράνομος δεν μπορεί να συναναστρέφεται έντιμους ανθρώπους και συνεπώς δεν θα πρέπει να παραξενευτούμε ιδιαίτερα αν γνωρίσει βίαιο και μυστηριώδη θάνατο” Guy Debord.

Όταν το κράτος δολοφονεί, αποκαλύπτει μια κύρια όψη του κοινωνικού του ρόλου, τη βασικότερη συνιστώσα -πολιτικά και φιλοσοφικά- της συνύπαρξης σε μια κοινωνία υπόδουλη στην κρατική εξουσία: την αποκλειστικότητα στη διαχείριση του θανάτου. Αυτό αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του “κοινωνικού συμβολαίου”, του ιδεολογικού υπόβαθρου που εδώ και αιώνες στηρίζεται στο ψέμα της κρατικής αναγκαιότητας, το οποίο ισχυρίζεται πως οι άνθρωποι στη φυσική τους κατάσταση αποτελούν ένα θανατηφόρο πλήθος, έναν απολίτιστο όχλο, που μόνο ένας ισχυρός μηχανισμός μπορεί να δαμάσει, ο οποίος θα επιβάλει τη ζωή, “εξημερώνοντας” το θάνατο.

Κατά την ίδια θεωρία, οι άνθρωποι συνυπάρχουν για τον ίδιο λόγο για τον οποίο μάχονται ο ένας τον άλλο, δηλαδή για την αστείρευτη δίψα για ισχύ που σβήνει μόνο με το θάνατο. Έτσι το συμβόλαιο αυτό “έχει σα σκοπό τη συντήρηση της ζωής των συμβαλλομένων και όποιος αποδέχεται αυτό το σκοπό αποδέχεται και τα μέσα” (Ρουσσώ).

Όταν το κράτος δολοφονεί, ασκεί το ύψιστο δικαίωμα της ύπαρξής του, την επιβολή της ισχύος του ακόμα και με το θάνατο. Κάθε δικαίωμα εξάλλου υφίσταται μόνο όταν ασκείται.

Οι ανταγωνισμοί στο εσωτερικό της κοινωνίας, προωθούνται, διογκώνονται και κατασκευάζονται στο βαθμό που εξυπηρετούν το κράτος να παρεμβαίνει παραδειγματικά, προβάλλοντας τον κοινωνικό του ρόλο ως ο διαμεσολαβητής σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, νομιμοποιούμενος και σαν αποκλειστικός τιμωρός που δικαιούται να σκοτώνει επικαλούμενος την κοινωνική ασφάλεια. Όταν τελικά δολοφονεί χωρίς να πλήττεται η αξιοπιστία του, αποκτά νέα δύναμη, αφού με την επικρότηση ή την ανοχή της κοινωνίας, νομιμοποιείται για ακόμη μια φορά η ύπαρξή του.

Κανένα κράτος σε καμμιά μορφή του ιστορικά, δεν έχει ηθικούς ενδοιασμούς να δολοφονεί τους εχθρούς του. Επιβάλλεται απλώς να μετράει τις αντοχές της κοινωνίας και τ’ αντανακλαστικά της, τους κραδασμούς που γεννά κάθε κρατική δολοφονία. Όταν ο εχθρός του είναι φανερά απαξιωμένος και απαξιωμένος από το φυσικό-κοινωνικό του χώρο, τότε γίνεται εύκολη λεία. Σκοτώνοντας, το κράτος αποκτά ζωτικότητα, η οποία είναι τόσο μεγαλύτερη, όσο μικρότερη είναι η αντίδραση της κοινωνίας στο γεγονός.

 

“...τόσο ταυτίστηκαν με τους (...) δολοφόνους, ώστε έσπευσαν αυτοστιγμεί να τους προσφέρουν τις δικαιολογίες τους, ν’ αποδώσουν στο θύμα όλα τα ψεγάδια που, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θα έπρεπε ν’ αρκούν για να δικαιολογήσουν πλήρως το τέλος του.” G.D.

Μια τέτοια μοναδική ευκαιρία δόθηκε στο κράτος το καλοκαίρι του ’96 για να επιτύχει χωρίς αντίδραση την εξόντωση του αναρχικού Χριστόφορου Μαρίνου. Η υποβολιμαία ( δεν ήθελε να τον δώσει, αλλά ύστερα μεταπείστηκε !) στάση ενός αναρχικού -η οποία αποτέλεσε την κορυφή ενός ζοφερού παγόβουνου κάτω απ’ τη θολή επιφάνεια των συγκεχυμένων γεγονότων- υπήρξε πολύτιμη σ’ αυτό για τους δήμιους της εξουσίας: έδωσε το έρεισμα για να παρουσιαστεί ο Μαρίνος σας εγκληματοποιημένος, απαξιωμένος και απόβλητος από τους ίδιους τους αναρχικούς- και μάλιστα τους " φίλους του" -, και έγινε το εγκυρότερο άλλοθι για ννα φανεί νομιμοποιημένος ο θάνατός του ως ένα είδος θείας δίκης . Πότε άλλοτε είδαμε να δίνεται τόση δημόσια έμφαση, από τους ίδιους τους κρατικούς φρουρούς, στο κύρος και την αξιοπιστία ενός αναρχικού όπως τον Ιούλη του ’96;

Η δολοφονία του Χριστόφορου δεν ήταν καθόλου ένα μη υπολογίσιμο γεγονός για τους αναρχικούς αλλά και για μεγάλο μέρος της κοινωνίας, αφού μια σφαίρα στο κεφάλι ενός αναρχικού είναι πάντα ένα μήνυμα με πολλούς αποδέκτες . Το κράτος με τη δολοφονία αυτή, όχι μόνο επιβεβαίωσε με αίμα, για άλλη μια φορά, το εξουσιαστικό κύρος του, αλλά στιγμάτισε αναπάντητα και την έναρξη μιας νέας περιόδου του κοινωνικού πολέμου. Οι εκλογές που έγιναν δύο μήνες αργότερα και που έπαιξαν το ρόλο ενός εκβιαστικού λαϊκού δημοψηφίσματος στην προελαύνουσα καπιταλιστική αναδιάρθρωση, επικύρωσαν μια κυβέρνηση-δολοφόνο να προχωρήσει το έργο τής όλο και πιο ωμής εκμετάλλευσης και καταπίεσης, της κατά μέτωπο επίθεσης στο σύνολο των καταπιεσμένων, έχοντας ήδη δώσει και ένα παραδειγματικό μήνυμα στην κοινωνία, για την ικανότητά της να χειρίζεται τις υποθέσεις της με τους δηλωμένους εχθρούς του κράτους.

Μέσα στην επικείμενη όξυνση του κοινωνικού πολέμου, κάθε εξεγερμένος του παρόντος και του μέλλοντος απαιτείται να βάζει εγγύηση, στη μάχη με τους μηχανισμούς της εξουσίας, ακόμα και την ίδια του τη ζωή, με αυξημένο τον κίνδυνο να τη χάσει, ιδίως όταν απουσιάζει παντελώς η αλληλεγγύη μεταξύ των αγωνιστών.

Έχουν περάσει ήδη έξι μήνες απ’ την αυτοκτονία του Μαρίνου μέσα στα χέρια των Ειδικών Δυνάμεων της αστυνομίας· απ’ τη στιγμή που το κράτος -για πρώτη φορά στα χρονικά του αναρχικού κινήματος, αυτής της χώρας τουλάχιστον- ανέπτυξε και ολοκλήρωσε μία δολοφονική επιχείρηση, αξιοποιώντας παράλληλα και τις συνέπειες από τις οριακές διαφορές ανάμεσα σε ορισμένους αναρχικούς. Ο Μαρίνος όμως συνεχίζει να δέχεται έναν συγκαλυμμένο πόλεμο απαξίωσης, με φορείς τον ατυχή συνοδό του, ο οποίος τέθηκε στη διάθεση των αρχών και μερικούς που του συμπαραστάθηκαν από την πρώτη στιγμή " σαν έτοιμοι από καιρό" . Φαίνεται πως όσο πιο πολύ απαξιωθεί ο Μαρίνος, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες να δικαιολογηθούν τα αδικαιολόγητα μιας απαράδεκτης στάσης έναντι του κράτους καθώς και να αποσιωπηθούν ή να συσκοτισθούν όλα όσα σχετικά διαδραματίστηκαν στο παρασκήνιο του χώρου (Πριν τη δολοφονία στο Πήγασος στις 23 Ιούλη κι ακόμα πιο πριν από το " συμβάν" στα γραφεία του ΠΑΣΟΚ, στις 5 Ιούλη). Και σ’ αυτό το παρασκηνιακό περιβάλλον απ’ το οποίο και πήγασε, είναι που ταιριάζει με ακρίβεια ο νεοεισαχθείς όρος της “ομερτά”.

 

Μπορούμε να δούμε πόσο η δολοφονία αυτή έχει δικαιολογήσει απόλυτα την περιφρόνηση, που έθρεφε από καιρό το θύμα γι’ αυτούς τους κύκλους G.D.

Η δολοφονία ενός αναρχικού από το κράτος είναι έτσι κι αλλιώς ένα γεγονός τομή, που αφήνει μεγάλο και βαθύ σημάδι σε όλο τον αγώνα. Όταν δε, συνοδεύεται από μια σειρά καταστάσεις στο ημίφως της αλήθειας μερικών αναρχικών, -σε ό,τι αφορά τόσο τις συμπεριφορές μεταξύ τους όσο και έναντι του κράτους-, και όταν οι ίδιοι ερμηνεύουν και δικαιώνουν κατά βούληση τις καταστάσεις καιροσκοπισμού, τυχοδιωκτισμού και αμοραλισμού όπου εμπλέκονται, μιλώντας στο όνομα -και σε βάρος τελικά- όλων των αναρχικών, ρίχνοντας ταυτόχρονα όλο το ανάθεμα στον Μαρίνο -στον οποίο μέχρι πρότινος επιδαψίλευαν τιμές-, τότε οι διαστάσεις που παίρνει η ιστορία γίνονται πολύ μεγαλύτερες, τερατώδεις.

Πολλά πράγματα άλλαξαν πλέον άρδην και ίσως πολλοί που βρέθηκαν άκριτα να εμπλέκονται στις πτυχές αυτής της ιστορίας, δεν είχαν ή δεν έχουν αντιληφθεί ακόμα τα συνολικά μεγέθη της. Μπορεί, ειδωμένο αποσπασματικά, να φαίνεται πως αποτελεί μια μόνο στιγμή στην πορεία μας. Οι συνέπειες όμως απ’ ο,τιδήποτε σημαντικό ζούμε, έχουν τη δύναμη να χαράζουν βαθιά τη ζωή και να καθορίζουν αυτή την πορεία. Η δολοφονία του Μαρίνου και όσα τη συνόδευσαν, όσο κι αν απομακρύνονται χρονικά, συνεχίζουν να αποτελούν καταστάσεις ενεργές με καταλυτικές συνέπειες, ακόμα κι αν αυτές ακολουθούν αφανείς διαδρομές. Τα ράκη επιχειρηματολογίας που χρησιμοποιούνται για να σωθεί το " αγωνιστικό προφίλ" ενός αναρχικού, ο οποίος με τη στάση του έναντι των αρχών οδηγήθηκε σε ηθική και πολιτική αυτοχειρία, δεν οφείλονται απλώς στην φιλική συμπάθεια προς το πρόσωπό του δεδομένου ότι εξακολουθεί να βρίσκεται προφυλακισμένος. Αυτοί που εκτέθηκαν τελικά σε απόπειρες π ο λ ι τ ι κ ή ς συμπαράστασης προκειμένου να ανάγουν την υπόθεση αυτή σε ένα ακόμη ζήτημα αλληλεγγύης του ευρύτερου ανατρεπτικού κινήματος (!) το έκαναν αποενοχοποιώντας απερίσκεπτα την ιδέα της συνεργασίας με το κράτος, περνώντας αβασάνιστα πάνω απ’ τη διαρκή απαξίωση του αποδιοπομπαίου Μαρίνου, κι αναζητώντας μάταια κάποιο δυσεύρετο αντιστασιακό πρόταγμα στην " ξεκάθαρη" στάση ενός αναρχικού ...αυτόπτη μάρτυρα.

Οι εξελίξεις στην πορεία του αγώνα δεν καθορίζονται από αφηρημένες αντικειμενικές συνθήκες που οδηγούν αναπόφευκτα σε κάτι νομοτελειακό, σε ένα εκ των προτέρων δοσμένο αποτέλεσμα, αλλά απ’ τα ίδια τα υποκείμενα που επενεργούν αποφασιστικά σ’ αυτές τις εξελίξεις ανάλογα με τη βαρύτητα των πράξεών τους μέσα σε μια αλληλουχία συγκρούσεων και συμβιβασμών. Πράξεις, περισσότερο ή λιγότερο συνειδητές, που ως πυξίδα δείχνουν κάθε φορά την κατεύθυνση που μπορεί να οδηγηθούν τα πράγματα.

Κάθε σύντροφος στον αγώνα είχε πάντοτε και τη δυνατότητα, αλλά και την ευθύνη να υπερασπίσει τον εαυτό του έναντι του κράτους, διαχωριζόμενος από αλλότριες προς αυτόν καταστάσεις που θα του αποδίδονταν για να ενοχοποιηθεί. Η αυθόρμητη όμως και καίρια μαρτυρική κατάθεση στους μηχανισμούς του κράτους ενός αναρχικού σε ρόλο" αυτόπτη" για να " ελαφρύνει" τη θέση του -οι οποίοι και βέβαια τον χρησιμοποίησαν αμέσως " σαν άλλοθι για τις εγκληματικές τους ευθύνες στο θάνατο του Χριστόφορου" -, και η αποδοχή (διά μέσου των εφημερίδων) αυτής της στάσης ως υποδειγματικής και εξ’ ονόματος της " τιμής και της αξιοπρέπειας" (!) των αναρχικών (για να χρεωθούν προφανώς όλοι μαζί την ευθύνη), καθώς επίσης και η συνακόλουθη σύγχυση, η σιωπηρή " ουδετερότητα" μπροστά στη δολοφονία, και η νεφελώδης συζήτηση για το ...αν ήταν δολοφονία ή μήπως αυτοκτονία , είχαν αναπόφευκτα ένα αρνητικό βάρος επάνω σε πολλά πράγματα (όπως οι συνειδήσεις, οι σχέσεις, οι αξίες και τα συναισθήματα) που δοκιμάζονταν και έπαιρναν μέρα με τη μέρα μια κατεύθυνση προς το χειρότερο.

Τελικά και οι πιο σταθερές αξίες ενός αγώνα, διακυβεύονται μπροστά στη δίνη των προσωπικών αδιεξόδων και των σκοπιμοτήτων, όταν όποιος δεν έχει μάθει να ζυγίζει τις δυνάμεις του και να μετρά τα βήματά του, βρεθεί αντιμέτωπος με το ανυπολόγιστο κόστος τους.

Περιέχουν όμως και κάτι από τη χριστιανική μοιρολατρία οι καταστάσεις αυτές που βγάζουν μόνο μάρτυρες μέσα στην οδύνη, αλλά ποτέ δεν βγάζουν κανέναν εξεγερμένο μέσα στην πράξη. Όπως συμβαίνει με κάθε μάρτυρα, έτσι και αυτοί που ορίζουν τους εαυτούς τους σαν θύματα των άλλων, αναγνωρίζουν στον κόσμο την πηγή της δυστυχίας τους και είναι πολύ δύσκολο να κάνουν κάποια αυτοκριτική βρίσκοντας τα κίνητρα που προσφέρει η ζωή, για να διεξάγουν έναν ειλικρινή αγώνα για την ελευθερία.

Η παρακμή αυτή δεν είναι ποτέ δυνατόν να καλυφθεί πίσω από το μανδύα μιας ηθικολογίας που ταυτίζεται με την ηθική της κοινωνικής υποδούλωσης η οποία αποκηρύττει κάθε παραβατικότητα, εξιδανικεύει κάθε μορφή συντήρησης και επιβίωσης -που μόνο η νομιμότητα διαφυλάττει-, καθιστώντας επιτρεπτή την συνοδοιπορία με τους δεσμοφύλακες της ζωής μας.

Δεν είναι απαραίτητο η συνέχεια να είναι μία επανάληψη των ίδιων φαινομένων, αν και οι παγιωμένες πια νοοτροπίες που τα προκαλούν έχουν στοιχειώσει ανάμεσά μας. Μπροστά στην ηγεμονική διάθεση ή την ανάγκη της όποιας “αγωνιστικής” επιβίωσης, μπορεί να δούμε δημόσια να απαξιώνονται, να αποκηρύττονται και άρα, άμεσα ή έμμεσα, να καταδιώκονται σύντροφοι για αντιλήψεις ή πρακτικές “αντικειμενικά” μη-αρεστές. Αυτή την τακτική φαίνεται να ακολουθούν κι οι λάτρεις της μέσης συνείδησης του κινήματος (!) ή αλλιώς, μιας αυτάρεσκης μετριότητας. Αυτό απαιτεί τον κατακερματισμό και την ομοιομορφία και επιτυγχάνεται απομονώνοντας ο,τιδήποτε εξέχει του σχηματισμού. Τη συνέχεια μπορεί να την αναλάβει το ίδιο το κράτος.

Η αποκήρυξη και ο εξοστρακισμός συντρόφων αρμόζει άλλωστε στους χώρους ή στις δομές όπου δεσπόζει ο συγκεντρωτισμός και η καπηλεία του αγώνα.

Η αλληλεγγύη είναι το όπλο μας και όχι το κόλπο μας

Ο αγώνας δεν μπορεί να είναι το άλλοθι στα αδιέξοδα που οδηγούνται ορισμένοι από μόνοι τους, πολύ περισσότερο δεν μπορεί να γίνεται άλλοθι για απαράδεκτες συμπεριφορές. Η πολιτική στήριξη τέτοιων καταστάσεων που εμπεριέχουν κάθε άλλο παρά προτάγματα αντίστασης και εξέγερσης δεν μπορεί να ονομαστεί αλληλεγγύη, αφού ούτε η αμοιβαιότητα ούτε κανένα άλλο στοιχείο αυτής της έννοιας υπάρχει σε τέτοιες περιπτώσεις.

Η αλληλεγγύη υποδηλώνει την εγγύηση που ο ένας αποτελεί για τον άλλο. Στις σχέσεις που υπάρχει μεσολαβητής δεν μπορεί να υπάρξει αλληλεγγύη ανάμεσα στα δύο μέρη, αφού μόνο ο μεσολαβητής εγγυάται τη συνύπαρξη. Έτσι η αλληλεγγύη δεν μπορεί παρά να ισχύει σε σχέσεις αυτοοργανωμένες, καθοριζόμενες άμεσα απ’ τα ίδια τα υποκείμενα που τις δημιουργούν. Σε μια κοινωνία που η μεσολάβηση σε κάθε πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας, απ’ τη γέννηση ως το θάνατο, είναι θεσμοθετημένη και απαράβατη στην υπό κρατική εξουσία κοινωνική συνύπαρξη, η αλληλεγγύη γεννιέται και υπάρχει μόνο μεταξύ αυτών που πολεμούν για τον επαναστατικό σκοπό του αυτοκαθορισμού τους και πραγματώνεται στους κόλπους των αγώνων για την κοινωνική απελευθέρωση.

Κάθε μορφή αντίστασης που έχει τη δύναμη να πλήττει την κρατική εξουσία, δημιουργεί αλληλέγγυα σχέση με κάθε άλλο μέτωπο του κοινωνικού πεδίου. Η αλληλεγγύη αναπτύσσεται μέσα στους αγώνες και μόνο κατά τη διάρκεια που πραγματώνονται, ακόμα κι αν οι αγώνες αυτοί δεν συναντιούνται άμεσα, αλλά από διαφορετικά σημεία του κοινωνικού πεδίου, βάλλουν ενάντια στον ίδιο εχθρό, το κράτος.

Απ’ τη φύση της λοιπόν η αλληλεγγύη δεν μπορεί παρά να αποτελεί μια εχθρική προς τον υπάρχοντα κόσμο συνιστώσα του αγώνα. Όπου απουσιάζει το επαναστατικό πρόταγμα, οι σχέσεις δομούνται στη βάση αξιών της κυρίαρχης πραγματικότητας, όχι όμως της αλληλεγγύης. Η χρήση της έννοιας αυτής σε σχέσεις άσχετες με τον αγώνα, έχει σαν αποτέλεσμα να αλλοιώνεται και να προσβάλλεται ο επαναστατικός αυτός τρόπος κοινωνικότητας, αφού αποξενώνεται από την ανατρεπτική του φύση.

Ούτε η αλληλεγγύη, ούτε ο ίδιος ο αγώνας μπορούν να υπηρετούν ζητήματα υποχρέωσης ή σύνδρομα ενοχής. Το χρέος που ο καθένας έχει είναι πρώτα απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό, να προχωρά διαρκώς στη δύσβατη, αλλά συγχρόνως ωραία πορεία της αντίστασης.

Διανύουμε μια περίοδο έτσι κι αλλιώς δύσκολη. Οι εκπρόσωποι της εξουσίας έχουν χαρακτηρίσει την εποχή αυτή που τα πάντα αποδιαρθρώνονται για να χτιστούν εκ νέου, περίοδο “δημιουργικής καταστροφής”. Ο όρος αυτός που τα αφεντικά ιδιοποιούνται απ’ τον αναρχικό αγώνα -για να χαρακτηρίσουν τα δικά τους σχέδια για το πέρασμα από την παλαιά σε μια νέα κοινωνική τάξη πραγμάτων - κατονομάζει τη σφοδρή σύγκρουση που ππραγματώνεται ήδη από χρόνια με διαρκώς αυξανόμενη ένταση, ανάμεσα στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα του κοινωνικού πολέμου: τους καταπιεσμένους και την εξουσία των ηγετικών ομάδων του κόσμου.

Μια τέτοια εποχή δεν μπορεί παρά να γεννά διαρκώς εκπλήξεις, αφού “κυριαρχούν οι θεωρίες που αποκαλύπτουν τους ανθρώπους και που ωθούν σε καθοριστικές αποφάσεις τόσο τους δυνατούς, όσο και τους αδύνατους” (Νίτσε). Οι κοινωνικές αντιστάσεις που ήδη υπάρχουν κι αυτές που πρόκειται να εμφανιστούν, διαμορφώνουν ένα όλο και πιο εύφορο έδαφος για ν’ αναδιοργανωθούμε και να επιχειρήσουμε τις νέες μας επιθέσεις. Μ’ αυτόν τον τρόπο εξάλλου μπορούμε να απαντήσουμε αποφασιστικά και για τους νεκρούς του κοινωνικού πολέμου.

" Όλα τα ρολόγια δείχνουν τους ανέμους που θάρθουν..."

ΔΥΟ ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ

Γενάρης ’97

Κύκλος της Φωτιάς - Αναρχική περιοδική έκδοση

Τεύχος 1

 

1