Η ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΤΟ ΜΑΗ ΤΟΥ 1936

 

Η εξέγερση του '36 στη Θεσσαλονίκη ξεσπά σε μια περίοδο εκρηκτική τόσο στον ελλαδικό χώρο όσο και σε διεθνές επίπεδο.

Είναι η εποχή μετά το αιματηρό μοίρασμα ζωνών επιρροής από τις κυριαρχικές δυνάμεις στον Α' παγκόσμιο πόλεμο που μετέτρεψε τους εργάτες σε κρέας για τα κανόνια, και μετά το κραχ του 1929 που βυθίζει τους λαούς στην πείνα και την εξαθλίωση. Το όραμα της κομμουνιστικής κοινωνίας και της ανατροπής του καπιταλισμού συνεχίζει να πυροδοτεί τους αγώνες των καταπιεσμένων, παρά την παραμόρφωση που υπέστη από τους γραφειοκράτες κρατιστές της Σοβιετικής Ένωσης και ενάντια στα συμφέροντά τους. Αυτή η ελπίδα γίνεται πράξη στις οδομαχίες των επαναστατημένων στο Βερολίνο (1932-33) και αυτήν έρχεται να καταστείλει το ναζιστικό καθεστώς, με την ανάληψη της εξουσίας από τον Χίτλερ το 1933. Στην Ισπανία του '36 μαίνεται η κοινωνική επανάσταση, που θέλουν να καταπνίξουν τα φασιστικά στρατεύματα του Φράνκο.

Είναι η εποχή για την οποία ο Άγις Στίνας γράφει στις Αναμνήσεις του: "Αναμφισβήτητα μέσα σ'αυτό το διεθνές κλίμα ανοίγεται και στη χώρα μια περίοδος που το τέρμα της θα είναι είτε η νίκη της εργατικής τάξης είτε η συντριβή της και η νίκη του φασισμού".

Στον ελλαδικό χώρο, οι κοινωνικές αντιθέσεις είναι ιδιαίτερα έντονες λόγω των συνθηκών εκβιομηχάνισης του μεσοπολέμου και της αυξημένης προσφοράς εργατικών χεριών από τα προσφυγικά κύματα. Η ανεργία αυξάνει, τα μεροκάματα πέφτουν και ξεσπά πλήθος εξεγέρσεων: Αγροτικές εξεγέρσεις στη Μακεδονία, εξέγερση των υφαντουργών της Νάουσας το 1933 ενάντια στο λοκ άουτ με πέντε νεκρούς, αναρίθμητες απεργίες σε πολλές πόλεις. Τον Αύγουστο του 1935, στο Ηράκλειο γίνονται μάχες στους δρόμους με νεκρούς και τραυματίες εργάτες. Τον ίδιο μήνα εξεγείρονται οι σταφιδοπαραγωγοί της Πελοπονήσου. Ένοπλα συλλαλητήρια και κάθοδοι των αγροτών στις πόλεις. Οι ταξικοί αγώνες γνωρίζουν σκληρή καταστολή από το στρατό, τη χωροφυλακή και παρακρατικούς, όπως την Εθνική Ένωση Ελλάδος, τους γνωστούς ως τριεψιλίτες, φασιστική οργάνωση που δρούσε κυρίως στη Μακεδονία.

Η άρχουσα τάξη προσπαθεί να αντιμετωπίσει με διάφορες καθεστωτικές "λύσεις" και "αλλαγές" τις συνεχόμενες απεργίες και εξεγέρσεις: Μετά το στρατιωτικό κίνημα των Βενιζελικών το Μάρτη του '35 και την άμεση καταστολή του, ακολουθεί η δικτατορία του Κονδύλη και του Παπάγου τον Οκτώβρη για την επαναφορά του βασιλιά Γεωργίου και το δημοψήφισμα της νοθείας -με 97,8% υπέρ της μοναρχίας. Στις εκλογές του Γενάρη του '36, το λαϊκό κόμμα (μοναρχικό) κερδίζει με διαφορά μιας έδρας από τους φιλελεύθερους, και το "παλλαϊκό μέτωπο" του ΚΚΕ αποκτά 15 βουλευτές. H πολιτική του, αυτή του "λαϊκού μετώπου", σημαίνει συμμαχία με τα αστικά κόμματα μπροστά στον "φασιστικό κίνδυνο" και αποτυπώνεται στη μυστική "συμφωνία Σοφούλη-Σκλάβαινα" με την οποία οι βουλευτές του ΚΚΕ εγγυώνται ότι θα στηρίξουν κυβέρνηση συνασπισμού με το φιλελεύθερο κόμμα. (Αυτή η πολιτική βρίσκεται πίσω από τον εκτονωτικό ρόλο των σταλινικών στην εξέγερση της Θεσσαλονίκης και θα αναλυθεί στη συνέχεια).

Σε μικρό χρονικό διάστημα από την επαναφορά του Γεωργίου, την αμνηστία, τις εκλογές και τον σχηματισμό της κυβέρνησης Δεμερτζή, η ταξική πάλη παίρνει μια απότομη άνοδο και φτάνει στο αποκορύφωμά της στις 9 Μάη του '36.

Το πρώτο τρίμηνο του 1936 σημαδεύεται από αλλεπάλληλες απεργίες που συνοδεύονται από συμπλοκές με απεργοσπάστες και συγκρούσεις με τη χωροφυλακή. Εκατοντάδες είναι οι συλλήψεις, οι φυλακίσεις και οι εκτοπισμοί. Χαρακτηριστικό τους είναι η άμεση κινητοποίηση εργατών από διαφορετικές πόλεις όταν μια απεργία χτυπιέται, αλλά και η αλληλεγγύη σε κάθε τοπική κοινωνία. Οι επιθέσεις της χωροφυλακής σε απεργούς εργάτες έχουν σαν αποτέλεσμα να παραλύουν οι πόλεις, με τα καταστήματα να κατεβάζουν τα ρολά και τον κόσμο να κατεβαίνει στους δρόμους. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις απεργίες των αυτοκινητιστών και των ταχυδρομικών που ξεκινούν στην Αθήνα και εξαπλώνονται σε πολλές πόλεις, των καπνεργατών της Καβάλας και της Καλαμάτας, την απεργία πείνας των φυματικών από τα σανατόρια που τους συμπαραστέκονται οι φυματικοί καπνεργάτες, τις απεργίες των κλωστοϋφαντουργών, των τσαγκαράδων, των εργαζομένων στα λιπάσματα της Δραπετσώνας -που χτυπιούνται άγρια μέσα στο εργοστάσιο όταν προσπαθούν να συγκεντρώσουν χρήματα για τους εκτοπισμένους αγωνιστές- των φοιτητών, σε όλη τη χώρα, με έναν νεκρό από συγκρούσεις στα Εξάρχεια.

Τον Απρίλη, μετά το θάνατο του πρωθυπουργού Δεμερτζή, ο βασιλιάς διορίζει πρωθυπουργό τον Μεταξά. Ο υπουργός εσωτερικών του Μεταξά, Λογοθέτης, δηλώνει: "αι απεργίαι θα καταπνίγονται αμέσως".

Η Θεσσαλονίκη βρίσκεται στο επίκεντρο των ταξικών αγώνων. Στο πρώτο μισό του αιώνα οι κάτοικοί της είναι ένα κράμα εθνοτήτων: έλληνες, σλάβοι, τούρκοι, εβραίοι... Από το 1909, με τη Φεντερασιόν, ξεκινούν συγκεντρώσεις ενάντια στην περικοπή των απεργιών. Οι πρωτομαγιάτικες συγκεντρώσεις είναι μαχητικές και μαζικές. Το '36 η Γενική Διοίκηση, το τότε "υπουργείο βόρειας ελλάδας" είναι καθημερινά πεδίο συγκρούσεων ανάμεσα στην έφιππη αστυνομία και απεργούς.

[Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως ο κρατικός μηχανισμός εκείνης της εποχής στελεχωνόταν από "παλαιοελλαδίτες", ενώ τα 2/3 του πληθυσμού της Μακεδονίας ήταν πρόσφυγες. Η λέξη "τουρκόσποροι" ήταν στην ημερήσια διάταξη από ανώτερα ή κατώτερα κυβερνητικά όργανα, και από τον κυβερνητικό τύπο. Η αστυνομία τρομοκρατεί τον πληθυσμό και έχει γίνει μισητή δύναμη.]

Ο αγωνιστής Γιάννης Ταμτάκος γράφει στο ημερολόγιό του: "Τα αιματηρά γεγονότα του Μάη του 1936 στην Θεσσαλονίκη ξέσπασαν αυθόρμητα, με αφορμή την απεργία του καπνεργοστασίου "Κομέρσιας". Οι εργάτες είχαν υποβάλει τα αιτήματά τους στον εργοδότη και όταν αυτός τα απέρριψε, κατέλαβαν το εργοστάσιο, κλείστηκαν μέσα σε αυτό και με πανό και μαύρες σημαίες στα παράθυρα ζητούσαν συμπαράσταση των άλλων εργοστασίων. Σε λίγες μέρες κηρύσσεται παν-καπνεργατική απεργία κι από τις δύο συνομοσπονδίες και σωματεία, των συντηρητικών από τη μια και της Ενωτικής - που επηρέαζε το ΚΚΕ - από την άλλη."

Στην πανελλαδική απεργία της 29ης Απρίλη, οι καπνεργάτες παράλληλα με τα οικονομικά αιτήματα ζητούν συνδικαλιστικές ελευθερίες, την κατάργηση των αντιεργατικών νόμων, του ιδιώνυμου και των εκτοπίσεων. Οι απεργιακές φρουρές στα καπνομάγαζα της Θεσσαλονίκης και οι ομάδες περιφρούρησης ενάντια στις επιθέσεις της αστυνομίας και των φασιστών τριεψιλιτών προκαλούν ανησυχία στην κυβέρνηση.

Στις 5 και 6 Μάη οι τσαγκάρηδες της Θεσσαλονίκης κατεβαίνουν σε απεργία, αλληλέγγυοι με τους καπνεργάτες. Απεργίες συμπαράστασης σε όλη τη χώρα: καρεκλάδες, εργάτριες στα υφαντουργεία, τυπογράφοι, μικρέμποροι απεργούν σε Δράμα, Σέρρες, Βόλο, Ξάνθη, Πελοπόννησο, Κρήτη. Στο εργοστάσιο Μελεμενίδη στη Θεσσαλονίκη τριεψιλίτες και έφιπποι χωροφύλακες χτυπούν 500 άοπλους τσαγκάρηδες. Στο υφαντουργείο Τσίτση οι εργάτριες με πέτρες και με τα χέρια τους επιτίθενται στην χωροφυλακή που θέλει να βάλει μέσα τους απεργοσπάστες. Αν και τραυματίζεται βαριά η Μαρία Σιμοπούλου, η μάχη, εξαιτίας της αγωνιστικότητας των γυναικών αυτών, θεωρείται μια πρώτη νίκη των απεργών.

Στις 7 Μάη κατεβαίνουν σε απεργία και οι τροχιοδρομικοί και σιδηροδρομικοί της Μακεδονίας. Οι απεργοί σε όλη τη χώρα ξεπερνούν τους 50.000. Ο Μεταξάς φτάνει εσπευσμένα στη Θεσσαλονίκη και δίνει εντολή στον διοικητή του Γ' σώματος στρατού, Ζέπο, να συντρίψει τους εργάτες.

Στις 8 Μάη, 10 χιλιάδες διαδηλωτές κατευθύνονται προς το κτίριο της Γενικής Διοίκησης. Στην Εγνατία η χωροφυλακή τους χτυπά. Ο κόσμος απαντά με πέτρες, τούβλα, ξύλα, σκάλες, μπουκάλια, καρέκλες, ακόμα και γλάστρες πέφτουν από τα μπαλκόνια των σπιτιών. Όλη η πόλη είναι αλληλέγγυα στους εξεγερμένους που προχωρούν για να σπάσουν τις γραμμές των χωροφυλάκων. Στις συγκρούσεις αυτές τραυματίστηκαν πάνω από τριακόσιοι και εφτά από αυτούς βαριά. Στην οδό Μοναστηρίου, στο διοικητήριο η χωροφυλακή οπισθοχωρεί. Ο στρατός αρνείται να επιτεθεί.

[Ο στρατός της εποχής ήταν οργανωμένος έτσι ώστε οι κληρωτοί κάθε περιοχής να υπηρετούν στην ιδιαίτερη πατρίδα τους. Έτσι συνέβαινε πολλές φορές να μην υπακούν σε εντολές καταστολής των εργατών, της τάξης από την οποία προέρχονταν και επιπλέον είχαν συγγενικούς ή φιλικούς δεσμούς ως συντοπίτες. Το σύστημα αυτό άλλαξε το 1944.]

Ο Μεταξάς δηλώνει πως "πρέπει να σωθεί η αξιοπρέπεια του κράτους."

9 ΜΑΗ 1936. Στη βάρβαρη επίθεση της προηγούμενης μέρας ο κόσμος όχι μόνο δεν οπισθοχωρεί αλλά πυκνώνει τις γραμμές των εξεγερμένων: μυλεργάτες, αρτεργάτες, λιμενεργάτες, εργάτες πλυντηρίων, οικοδόμοι, μηχανουργοί κατεβαίνουν στο δρόμο. Στην Εγνατία ξεκινάει διαδήλωση. Φοιτητές, μαθητές και νοικοκυρές ενώνονται με τους διαδηλωτές. Οι στενές οικονομικές διεκδικήσεις έχουν προ πολλού ξεπεραστεί. Εναντιώνονται στο καθεστώς της τρομοκρατίας, της υποταγής και της εξαθλίωσης. Τα συνθήματα είναι: "Αίσχος στους δολοφόνους", "Κάτω ο Ντάκος", "Κάτω η κυβέρνηση".

Η "αξιοπρέπεια του κράτους" ξετυλίγεται με τη δράση των κατασταλτικών δυνάμεων, των χωροφυλάκων, των ένοπλων με πολιτικά και των τριεψιλιτών. Δολοφονούν τον αυτοκινιτιστή Τάσο Τούση. Οι διαδηλωτές, κρατώντας το σώμα του νεκρού εργάτη κατευθύνονται προς την Εισαγγελία. Μπροστά στην επιμονή των εξεγερμένων, η χωροφυλακή επιτίθεται ξανά. Δολοφονεί εννιά αγωνιστές και τραυματίζει εκατοντάδες.

"Αυτή η σφαγή προκαλεί το αντίθετο από εκείνο που περίμεναν οι δολοφόνοι. Αντίς τον φόβο, την οργή και την αγανάκτηση. Αντίς τον διασκορπισμό και την υποχώρηση, την ανασύνταξη και την επίθεση", γράφει ο Α. Στίνας.

Οι διαδηλωτές ανασυγκροτούνται φωνάζοντας "Εκδίκηση!" Παίρνουν πέτρες και ξύλα και στήνουν οδοφράγματα, απελευθερώνουν συλληφθέντες. Οι συγκρούσεις κρατούν τέσσερις ώρες. Οι δολοφονημένοι φτάνουν τους δώδεκα.

"Το τι έγινε είναι απερίγραπτο. Να κτυπούν οι καμπάνες πολλών εκκλησιών του Αγ. Δημητρίου καλώντας τον κόσμο σε εξέγερση, να γεμίζουν οι δρόμοι από αγανακτισμένες μάζες από τις διάφορες συνοικίες, άνδρες και γυναικόπαιδα με άγριες διαθέσεις να λυντσάρουν χωροφύλακες με πέτρες, να φωνάζουν "κάτω οι δολοφόνοι", άλλοι πάλι να θέλουν να βάλουν φωτιά στα τμήματα στα οποία οι δολοφόνοι αναγκάσθηκαν να κλειστούν μέσα και κάτω από το κτίριο του Διοικητηρίου στο υπόγειο, άλλοι εργάτες ζητούσαν όπλα κι αυτοί να καταγγέλλονται σαν προβοκάτορες από τους σταλινικούς. Οι σταλινικοί που ήταν πριν υπέρ της γενίκευσης των απεργιών τώρα προσπαθούν να συγκρατήσουν τις εξεγερμένες μάζες για να μην κάμουν έκτροπα", γράφει ο Γιάννης Ταμτάκος:

Οι διαδηλώσεις συνεχίζονται όλο το βράδυ. Οι στρατιώτες αρνούνται να υπακούσουν τις εντολές των ανωτέρων τους και δεν χτυπούν τους εξεγερμένους. Εκείνη τη μέρα και τη νύχτα και μέχρι τις 11 Μάη, δεν υπάρχει καμία επίσημη εξουσία στη Θεσσαλονίκη. Η Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή, είναι η μόνη πραγματική εξουσία στην επαναστατημένη πόλη.

Την επόμενη, στις 10 Μάη, 150. 000 λαού κατευθύνονται στο νεκροταφείο της Ευαγγελίστριας. Οι στρατιώτες ενώνονται με τους διαδηλωτές. Την κηδεία των θυμάτων παρακολουθούν και χιλιάδες αγρότες από τα γύρω χωριά. Όταν στιγμές-στιγμές σταματάει το "Επέσατε θύματα", άγριες, γεμάτες λύσσα κραυγές ακούγονται: Εκδίκηση, Θάνατος στους δολοφόνους, Κάτω η κυβέρνηση των δολοφόνων. Οι απεργοί καταφέρνουν να αφοπλίσουν πολλούς αστυνομικούς, πετροβολούν την Γενική Ασφάλεια φωνάζοντας: "Κανείς να μη μείνει σε αστυνομικό μπουντρούμι...."

"...Η εν ψυχρώ σφαγή της Θεσσαλονίκης ξεσηκώνει ένα άγριο κύμα αγανάκτησης σ'όλη τη χώρα. Από παντού, τα εργοστάσια, τις συνοικίες, τα λιμάνια, τα χωριά, λυσσώδεις κραυγές: Κατάρα στους δολοφόνους, γενική απεργία. Σκόρπια τμήματα της εργατικής τάξης αυθόρμητα κατεβαίνουν σε απεργία. Ο τρόμος βασιλεύει στις γραμμές των εκμεταλλευτών του κράτους", γράφει ο Στίνας.

Η αυθόρμητη και γενικευμένη εξέγερση υπονομεύεται από την ηγεσία των σταλινικών. Η ελεγχόμενη από το ΚΚΕ Ενωτική Συνομοσπονδία συγκρατεί τις απεργίες που είναι έτοιμες να ξεσπάσουν σ'όλη τη χώρα. Το πρόσχημα είναι ότι πρέπει να συνεννοηθεί με τη ρεφορμιστική Γενική Συνομοσπονδία, με τη οποία αρχίζει χρονοβόρες συνομιλίες. Εκδίδουν τελικά ένα ηττοπαθές ανακοινωθέν, με το οποίο διαβεβαιώνουν ότι οι απεργοί δεν είχαν παρά καθαρά οικονομικές διεκδικήσεις. Η γενική απεργία κηρύσσεται για τις 13 Μάη, όταν όλα πια έχουν κριθεί. Με ευθύνη των σταλινικών, γίνονται δεκτοί στην Απεργιακή Επιτροπή δύο βενιζελικοί βουλευτές, ο Ζάννας και ο Μαυροκορδάτος.

Οι εργάτες όμως, εξακολουθούν να κυριαρχούν στους δρόμους και να πολιορκούν τα αστυνομικά τμήματα. Οι απειλές του στρατηγού Ζέπου πέφτουν στο κενό, και τις διαταγές του κανείς δεν έχει τη δύναμη να εκτελέσει. Έτσι, αφήνει προσωρινά κατά μέρος τις απειλές για βίαιη καταστολή και καλεί τους "αρχηγούς" των εργατών για μια φιλική συζήτηση. Τους υπόσχεται ότι θα ικανοποιηθούν όλα τα αιτήματα των απεργών, θα τιμωρηθούν οι χωροφύλακες και οι υπεύθυνοι της σφαγής, θα αποζημιωθούν οι τραυματίες, οι ανάπηροι και οι οικογένειες των νεκρών, θα αποφυλακιστούν οι κρατούμενοι κλπ. Οι εργάτες φυσικά δεν τον πίστεψαν. Αλλά τότε κάνει την εμφάνισή του δίπλα στον στρατηγό ο βουλευτής του Κομμουνιστικού Κόμματος Μ. Σινάκος και καλεί κι αυτός τους εργάτες να δώσουν πίστη στο λόγο τιμής ενός έλληνα στρατηγού, να δείξουν ότι είναι πειθαρχημένοι πολίτες και όχι μπουλούκι και να... διαλυθούν ησύχως. Το ίδιο κάνουν και οι εκπρόσωποι της Καπνεργατικής Ομοσπονδίας και του Εργατικού Κέντρου. Ακούστηκαν μερικές φωνές διαμαρτυρίας, αλλά γενικά το πλήθος πειθάρχησε. Η ώρα που οι μάζες δεν θα πειθαρχούν στους "αρχηγούς" τους δεν είχε φτάσει ακόμα", συνεχίζει ο Στίνας.

"...Την ίδια νύκτα όλοι οι δρόμοι, όλες οι γωνίες, όλα τα υψώματα είχαν καταληφθεί από χωροφύλακες με πολυβόλα. Τώρα μέσα στις συνθήκες της υποχώρησης, της παράλυσης, του διασκορπισμού μπορεί δίχως φόβο να χρησιμοποιηθεί και ο στρατός. Μια ολόκληρη μεραρχία είχε μεταφερθεί από τη Λάρισα [ενόσω ο Ζέπος κέρδιζε χρόνο με τις "συνομιλίες"], στο λιμάνι έχουν καταπλεύσει πολεμικά πλοία. Κι ύστερα αρχίζουν κατά μάζες συλλήψεις. Τα κρατητήρια γεμίζουν από εργάτες. Ακολουθούν φυλακίσεις και εκτοπίσεις. Φυσικά, καμιά από τις υποσχέσεις του αρχηγού Ζέπου δεν πραγματοποιήθηκε.

Από εδώ, όπως ήταν αναπόφευκτο, το κίνημα παίρνει τον κατήφορο. Οι μάζες αποθαρρύνονται, απογοητεύονται, σκύβουν ξανά το κεφάλι. Μια απεργία και μια διαδήλωση στο Βόλο, ήταν μια τελευταία αναλαμπή της πυρκαγιάς που έσβηνε. Έτσι προετοιμάζεται το κοινωνικό έδαφος για τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου."

Ο φασισμός έρχεται στην εξουσία, επειδή υπονομεύεται και φθείρεται εσωτερικά ο αγώνας στους δρόμους από εκείνους που προσπαθούν να συγκρατήσουν την κοινωνική και ταξική οργή, επικαλούμενοι ακριβώς το φασιστικό κίνδυνο. Αυτή ήταν η πολιτική του λαϊκού μετώπου που υποστήριζαν οι σταλινικοί το '36, όπως περιγράφει ο Στίνας:

"Το Λαϊκό Μέτωπο, το κοινό δηλαδή μέτωπο "εργατικών" και αστικών δημοκρατικών κομμάτων, γίνεται για να σώσει το κοινοβουλευτικό καθεστώς από ένα φασιστικό ή στρατιωτικό πραξικόπημα. Και το κοινοβουλευτικό καθεστώς δεν είναι τίποτε άλλο από το καπιταλιστικό καθεστώς. Αυτό το μέτωπο γίνεται πάντα από τις κορυφές των κομμάτων και η "πάλη" διεξάγεται πάντα με τα νόμιμα μέσα. Διαμαρτυρίες και ψηφίσματα, ειρηνικές συγκεντρώσεις, εκκλήσεις στην κυβέρνηση, στον ανώτατο άρχοντα, στο στρατό, στην αστυνομία να μείνουν πιστοί στον όρκο τους, να υπερασπίσουν το πολίτευμα κλπ. (...) Αλλά όλα αυτά, νομιμότητα, βουλή, σύνταγμα, όρκους κλπ. οι φασίστες ή οι στρατιωτικές χούντες τα γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια.

Η μόνη δύναμη που θα μπορούσε να αποτρέψει και να συντρίψει ένα φασιστικό ή στρατιωτικό πραξικόπημα είναι μόνο οι εργαζόμενες μάζες και με τα μέσα της ταξικής πάλης. Αυτή η δύναμη θα μπορούσε να κάνει σκόνη τους φασίστες ή τους κινηματίες στρατιωτικούς. Αλλά αυτή τη δύναμη τη φοβάται το Λαϊκό Μέτωπο απείρως περισσότερο απ' ότι φοβάται τη στρατιωτικοφασιστική δικτατορία. Η μαχητική αναμέτρηση στους δρόμους των μαζών με τους φασίστες περικλείει ένα σωρό κινδύνους και απρόοπτα για το ίδιο το Λαϊκό Μέτωπο. Είναι πολύ πιθανόν οι μάζες να μην περιοριστούν στην συντριβή των φασιστών ή της στρατιωτικής Χούντας αλλά να προχωρήσουν με την ορμή και τον ενθουσιασμό του νικητή μέχρι την τελική αναμέτρησή τους με την εκμεταλλευτική κοινωνία και το κράτος της. Αυτό το ξέρουν και τα "εργατικά" και τα αστικά δημοκρατικά κόμματα.

Ένα από τα πλέον συνήθη επιχειρήματα των κομμουνιστών και σοσιαλιστών συνεταίρων του Λαϊκού Μετώπου είναι να μην δίνουμε με έργα και με λόγια προσχήματα στην αντίδραση και να μην εκφοβίζουμε μ'αυτά τους αστούς και μικροαστούς συμμάχους μας. Έτσι το Λαϊκό Μέτωπο εγγυάται μέσω των κομμουνιστών και σοσιαλιστών στους φασίστες και στις μιλιταριστικές κλίκες για τη νομιμότητα της εργατικής τάξης. Εάν παρά τη θέληση και παρά τις προσπάθειες του Λαϊκό Μέτωπο ξεσπάσουν μαζικοί αγώνες, τότε οι σοσιαλιστές και κομμουνιστές συνεταίροι του αναλαμβάνουν να επαναφέρουν τις μάζες στην τάξη και στη νομιμότητα. Αυτό έκανε το ΚΚΕ το 1936."

Η αναίμακτη επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά, αφού ο αγώνας είχε ήδη κριθεί στη Θεσσαλονίκη, στέλνει ακόμα μια φορά στα σκουπίδια το επιχείρημα ότι η υποταγή, οι συμβιβασμοί και η μετριοπάθεια, σε αντίθεση με την εξέγερση, θα αποθαρρύνουν το φασισμό.

"Εάν έχουν ή δεν έχουν οι μάζες τη δύναμη και την ικανότητα να προχωρήσουν μέχρι την οριστική τους χειραφέτηση αυτό θα το δείξει μόνον η πάλη. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει και κανείς δεν μπορεί να πει τίποτε από προηγούμενα για την έκβαση της μάχης. Και πάντα είναι προτιμότερο για το μέλλον του κινήματος να δώσουν οι μάζες μάχη και να τη χάσουν παρά να σηκώσουν τα χέρια και να παραδοθούν δίχως μάχη" (Α. Στίνας, Αναμνήσεις).