ΜΑΥΡΗ ΣΗΜΑΙΑ, Αναρχικό Δελτίο Αντιπληροφόρησης και Δράσης, νο 69 & 70, Ιούλης 2015

 

Julia May Courtney: Remember Ludlow!

 

 

"NA ΘΥΜΑΣΤΕ ΤΟ ΛΑΝΤΛΟΟΥ"! Η πολεμική κραυγή των καταπιεσμένων, περιφρονημένων ανθρακωρύχων που υπέστησαν την καταστολή στο Κάλιουμετ, τη Δυτική Βιρτζίνια και το Κριπλ Κρικ αντηχεί από καταυλισμό σε καταυλισμό στα ορυχεία του νότιου Κολοράντο, στέλνοντας παντού το μήνυμα ότι ο κόσμος της Εργασίας δεν θα υποκύψει.

 

Το ειρηνικό Κολοράντο ξύπνησε βίαια από τον λήθαργο της αιώνιας λιακάδας του. Και οι βολεμένοι πολίτες του, φοβερά απασχολημένοι με τις τόσο σημαντικές προσωπικές τους υποθέσεις, συγκλονίστηκαν και περιήλθαν σε μια κατάσταση μεταξύ φόβου και υστερίας. Και η τρομοκρατημένη, υστερική κοινωνία, όπως και το άτομο, αρπάχτηκε απεγνωσμένα γι' ασφάλεια από την πιο εύκαιρη λύση. Ο ομοσπονδιακός στρατός κλήθηκε στη ζώνη της απεργίας, με τη μάταιη ελπίδα ότι η παρουσία του θα φόβιζε τους απεργούς, αναγκάζοντάς τους να υποταχθούν, και ότι είχαν κοπάσει πια οι πρώτοι σπασμοί της οξείας κρίσης. Όμως το τέλος δεν γράφτηκε ακόμα.

 

Τον Σεπτέμβρη, οι ανθρακωρύχοι του νότιου Κολοράντο κατέβηκαν σε απεργία. Τα νέα έφτασαν αμέσως στον αριθμό 26 της οδού Μπρόντγουεϊ, στην έδρα της εταιρείας Ροκφέλερ στη Νέα Υόρκη. Και αμέσως δόθηκε εντολή να σταλούν κατά εκατοντάδες οι μπράβοι και οι πιστολάδες του πρακτορείου Φελτς-Μπόλντουιν από τις πεδιάδες της Βιρτζίνια και του Τέξας στους καταυλισμούς των ανθρακωρύχων. Οι ιδιοκτήτες των ορυχείων εκδίωξαν τους εργάτες, μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, από τις καλύβες τους, χτισμένες σε έδαφος ιδιοκτησίας της εταιρείας. Και καθώς έπεφτε ο βαρύς χειμώνας από τα βουνά, οι απεργοί έστησαν τις σκηνές τους και ετοιμάστηκαν για τη μεγάλη πολιορκία. Τότε, ο δειλός και παιδαριώδης κυβερνήτης Άμονς -γλείφοντας τους ιδιοκτήτες των ανθρακωρυχείων και κατόπιν απαίτησης της Εταιρείας Καυσίμων και Σιδήρου του Κολοράντο- κάλεσε την πολιτοφυλακή για να "τηρήσει την τάξη".

 

Η κλιμάκωση ήρθε όταν φύσηξε στους λόφους το πρώτο ανοιξιάτικο αεράκι και τα χιόνια έλιωσαν στις πλαγιές του βουνού. Στις 20 του Απρίλη ακούστηκε η κραυγή "Να θυμάστε το Λάντλοου"! Αυτή η πολεμική κραυγή που δεν θα ξεχάσει ποτέ κανείς εργάτης στο Κολοράντο και σε όλη την Αμερική. Γιατί εκείνη τη μέρα πυροβόλησαν πισώπλατα τους άντρες του απεργιακού καταυλισμού, και παρέδωσαν τις γυναίκες και τα παιδιά θυσία στις φλόγες που τύλιξαν το Λάντλοου.

 

Η πολιτοφυλακή είχε ήδη δοκιμάσει τα πολυβόλα της στον καταυλισμό των ανθρακωρύχων. Την Κυριακή, την ώρα που οι απεργοί, χωρισμένοι σε δύο ομάδες, έπαιζαν μπάλα, επενέβη, διακόπτοντας το παιχνίδι. Οι απεργοί αντέδρασαν, και τότε οι πολιτοφύλακες -καγχάζοντας και γελώντας- έστρεψαν τα όπλα τους κατευθείαν στις σκηνές και άρχισαν να πυροβολούν, γνωρίζοντας πως εκείνη την ώρα βρίσκονταν μέσα οι γυναίκες και τα παιδιά των απεργών. Εφορμώντας στον καταυλισμό, άνοιξαν πυρ κατά των δύο μεγαλύτερων παραπηγμάτων, όπου στεγάζονταν τα καταστήματα των απεργών, και ύστερα, προχωρώντας από σκηνή σε σκηνή, έριχναν κηροζίνη στις πρόχειρες κατασκευές και τους έβαζαν φωτιά.

 

Γυναίκες και παιδιά έβγαιναν τρέχοντας από τις φλεγόμενες σκηνές, για να βρεθούν αντιμέτωποι με μια βροχή από σφαίρες που τους έσπρωχνε πίσω στη φωτιά. Οι άντρες έσπευδαν να βοηθήσουν τις οικογένειές τους και έπεφταν χτυπημένοι στο ψαχνό από τους αγγελιοφόρους του θανάτου που σε ριπές στροβιλίζονταν προς τον στόχο τους. Ο Λούης Τίκας, επικεφαλής της ελληνικής παροικίας, έπεσε θύμα της μοχθηρότητας των φρουρών του ορυχείου. Πρώτα τον χτύπησαν στο κεφάλι και ύστερα τον πυροβόλησαν πισώπλατα, ενώ τον κρατούσαν αιχμάλωτο. Πενήντα δύο σφαίρες έκαναν κόσκινο το κορμί του.

 

Οι γυναίκες και τα παιδιά σύρθηκαν να κρυφτούν στα υπόγεια -τους λάκκους που είχαν σκάψει κάτω από τα αντίσκηνα- αφού ο φόβος τους για τον καπνό και τις φλόγες δεν συγκρινόταν με τον ανώνυμο τρόμο από τις σφαίρες που έφτυναν τα πολυβόλα. Αργότερα, κάποιος μέτρησε εννέα πτώματα παιδιών. Ανασύρθηκαν από ένα λάκκο γεμάτο στάχτες. Τα δαχτυλάκια τους είχαν καεί, έτσι όπως ήταν γαντζωμένα στο χείλος του για να σωθούν.

 

Ενώ τα καπνισμένα ερείπια αποκάλυπταν τα απανθρακωμένα και νεκρά από ασφυξία κορμιά των θυμάτων του ολοκαυτώματος, μπράβοι με στολές της Εθνοφρουράς κατακρεούργησαν άψυχα σώματα, σε ορισμένες περιπτώσεις σχεδόν κόβοντας το κεφάλι ή τα άκρα των νεκρών για να δείξουν την περιφρόνησή τους για τους απεργούς.

Πενήντα πέντε γυναίκες και παιδιά χάθηκαν στη φωτιά του Λάντλοου. Ομάδες περίθαλψης με το σύμβολο του Ερυθρού Σταυρού διώχτηκαν από τους ένοπλους φρουρούς της εταιρείας, και για εικοσιτέσσερις ώρες οι νεκροί κείτονταν στις στάχτες ενώ οι διασώστες προσπαθούσαν μάταια να διασχίσουν τη γραμμή του πυρός. Και όταν οι ανθρακωρύχοι ζήτησαν γραπτώς από τον "Τσάρο Τσέιζ" [σημ. τον Στρατηγό John Chase] και τον κυβερνήτη Άμονς το δικαίωμα να χτίζουν δικά τους σπίτια και να ζουν σε αυτά, οι πολιτοφύλακες και οι πιστολάδες […] 1

 

[…] Για πρώτη φορά στην ιστορία του ταξικού πολέμου στην Αμερική, ο κόσμος είναι στο πλευρό των απεργών - καμαρώνει για την επιτυχία τους. Οι μηχανοδηγοί αρνήθηκαν να μεταφέρουν τους πολιτοφύλακες με τα τρένα, ολόκληροι λόχοι της Εθνοφρουράς στασίασαν, σύσσωμα σχεδόν τα συνδικάτα της Πολιτείας μαζεύουν ενισχύσεις σε χρήματα, άντρες και όπλα για να βοηθήσουν τους απεργούς, και ο κυβερνήτης κάλεσε τον ομοσπονδιακό στρατό.

 

Τα ομοσπονδιακά στρατεύματα ήρθαν. Οι γυναίκες που πίεσαν τον κυβερνήτη για να γίνει αυτό πιστεύουν ότι έτσι εξασφάλισαν την Ειρήνη. Αλλά πρόκειται για μια ελπίδα νεκρή. Γιατί η Ειρήνη ποτέ δεν οικοδομείται πάνω στα θεμέλια της Απληστίας και της Καταπίεσης. Και ο ομοσπονδιακός στρατός δεν μπορεί να αλλάξει το σύστημα - μόνοι οι απεργοί μπορούν. Και μολονότι για λίγο καιρό ίσως αφήσουν τα όπλα τους, πάντα θα θυμούνται το Λάντλοου!

 

 

*Το άρθρο για την αιματηρή καταστολή της απεργίας των ανθρακωρύχων του Λάντλοου στο Κολοράντο των ΗΠΑ τον Απρίλιο του 1914 δημοσιεύτηκε τον Μάιο του  ίδιου χρόνου στο περιοδικό Mother Earth (Vol. IX, no. 3) που εξέδιδε η Emma Goldman.

 

1. Λείπει απόσπασμα του πρωτότυπου κειμένου.

 

 

 

 

*