MAΥΡΗ ΣΗΜΑΙΑ, Αναρχικό Δελτίο Αντιπληροφόρησης και Δράσης, νο 46, Μάης 2007

Ο ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ “ΑΟΡΑΤΟΥΣ” ΤΟΥ ΝΑΝΙ ΜΠΑΛΕΣΤΡΙΝΙ, ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΚΑΠΟΙΟΝ ΑΓΝΩΣΤΟ ΣΤΟΥΣ ΕΞΕΓΕΡΜΕΝΟΥΣ ΤΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ ΤΟΥ ΜΑΛΑΝΔΡΙΝΟΥ...

το βράδυ μετά το δείπνο πέφτει μια περίεργη σιωπή τώρα κανένας δεν φωνάζει πια από το ένα κελί στο άλλο βλέπεις τα γαλάζια τετραγωνάκια τα παραθυράκια στη σειρά που φωτίζονται από τις τηλεοράσεις ακούγεται ένα ενιαίο κράμα μουσικής και φωνής μονότονο και κυματοειδές κάθε τόσο το ταβάνι γίνεται κομματάκια από τους κίτρινους προβολείς που προβάλουν από το παράθυρο τεράστια τη σκάρα στο ταβάνι σε καθηλώνει στο κρεβάτι βρίσκεσαι μέσα σε μια τεράστια κονσέρβα σαρδέλες πιεσμένες πατημένες βρίσκεσαι μέσα σε μια κονσέρβα ερμητικά κλεισμένη σφραγισμένη τι υπάρχει έξω από αυτή την κονσέρβα ποιος είναι έξω από δω τι κάνουν τι κάνουν τώρα γιατί εξακολουθούν να κάνουν κάτι να κάνουν όλα όσα κάνουν χωρίς εμένα πού είμαι εγώ ποιος είμαι εγώ ποιο είναι τώρα το πρόσωπό μου το μόνο πρόσωπο που μου έμεινε είναι εδώ πιεσμένο ποδοπατημένο συνθλιμμένο

έσπασα τον καθρέφτη με το ποδάρι του σκαμνιού πέταξα όλα τα θρύψαλα στον απόπατο τράβηξα το καζανάκι το τράβηξα πέντε έξι εφτά φορές εξακολουθούσα να το τραβώ κοιτώντας τη μαύρη τρύπα του απόπατου εκείνη τη μαύρη τρύπα μέσα στην οποία έτρεχε το νερό έχωσα μέσα το χέρι μετά ακόμη πιο βαθιά για να φτάσω στον πάτο έχωσα μέσα το κεφάλι μου και το πάτησα κάτω αλλά το κεφάλι μου δεν χωρούσε δεν περνούσε από εκείνη την τρύπα για να βγει έξω κάπου αλλού να κοιτάξει έξω να δει πού είναι πού είστε όταν ήμασταν χίλιοι δέκα χιλιάδες εκατό χιλιάδες δεν είναι δυνατόν να μην είναι πια κανένας έξω δεν είναι δυνατόν να μην ακούω πια τίποτα να μην ακούω καμιά φωνή κανένα θόρυβο καμιά ανάσα δεν είναι δυνατόν έξω να είναι μόνο ένα τεράστιο νεκροταφείο πού είστε με ακούτε δεν ακούω δεν σας ακούω δεν ακούω πια τίποτα οι προβολείς ξαφνικά κομματιάζουν το σκοτάδι φωτίζουν άπλετα το κελί

όταν το θολό φως της αυγής γλιστρούσε μέσα από τις μπάρες και τις σκάρες τα αντικείμενα στο κελί ξαναποκτούσαν την ασήμαντη και κοινή όψη που είχαν πάντα και ξαναρχίζαμε να σκεφτόμαστε και να φανταζόμαστε πώς θα μπορούσαμε να δούμε πώς θα μπορούσαμε να κάνουμε να μας δουν απ' έξω από εκείνη τη φυλακή που μετατρεπόταν σε νεκροταφείο ο τόπος της απόλυτης σιγής όπου δεν μπαίνει και δεν βγαίνει πια ούτε ένα μήνυμα μια φωνή ένας θόρυβος και αντιμετωπίσαμε το πρόβλημα πώς να έρθουμε ξανά σε επικοινωνία με τους έξω και αποφασίσαμε να αρχίσουμε νέες μορφές αγώνα για να σπάσουμε αυτή τη σιγή θανάτου αρχίσαμε χτυπώντας τις μπάρες τη νύχτα συμφωνούσαμε στο προαύλιο για την ώρα δεν είχαμε ρολόγια δεν είχαμε ξυπνητήρια αλλά μπορούσαμε να ελέγξουμε την ώρα από την τηλεόραση που ήταν αναμμένη όλη τη νύχτα

κι έτσι μέσα στη νύχτα όλοι μαζί την ίδια ώρα αρχίζαμε να χτυπάμε τις μπάρες με τις ξύλινες κουτάλες με τα σκουπόξυλα με τα σκαμνιά προπάντων με τις κατσαρόλες και τα κατσαρολάκια και γινόταν χαμός γιατί όλοι χτυπούσαν όλο και πιο δυνατά κι εκείνοι των άλλων ορόφων που άκουγαν τα χτυπήματα άρχιζαν να χτυπούν κι εκείνοι μαζί μας και σ' εκείνο τον κλειστό χώρο όλα τα κελιά όλοι οι διάδρομοι αντηχούσαν τη νύχτα η φυλακή πήγαινε να εκραγεί έλεγες πως ήταν έτοιμη να καταρρεύσει συθέμελα στο τέλος όμως όταν σιγά σιγά τα χτυπήματα σταματούσαν μας έπιανε μεγάλη θλίψη γιατί όλοι είχαμε αντιληφθεί πως χτυπούσαμε μόνο για τους εαυτούς μας και για τους φύλακες γιατί η φυλακή ήταν στο πουθενά μέσα στα χωράφια απομονωμένη απόμακρη μέσα σ’ ένα μεγάλο κάμπο έρημο απέραντο και δεν υπήρχε κανείς εκεί να μας ακούσει

τότε σκεφτήκαμε πως ίσως μπορούσαμε να τραβήξουμε περισσότερο την προσοχή κάνοντας δάδες αλλά οι δάδες ήταν πολύπλοκες είχαν ένα σωρό προβλήματα γιατί τα παράθυρα είχαν σκάρες είχαν τις σιδερένιες σκάρες που είχαν βάλει μαζί με τις μπάρες για να εμποδίσουν να περνούν πράγματα από τον έναν όροφο στον άλλον και τότε αναγκαστήκαμε να τρυπήσουμε τις σκάρες σπάσαμε τα σκαμνιά και ξύσαμε τη μύτη στα ξύλα και μ΄ αυτά τα ξύλα αργά και κοπιαστικά καταφέραμε να φαρδύνουμε τα μάτια και να τρυπήσουμε το δίχτυ και ύστερα να μεγαλώσουμε την τρύπα για να μπορούν να περάσουν οι δάδες από την τρύπα

τρυπήσαμε όλα τα δίχτυα και ύστερα κατασκευάσαμε τις δάδες οι δάδες κατασκευάζονται με κομμάτια σεντόνια τα τυλίγεις στενά και ύστερα τα βρέχεις με λάδι και τότε ξανά σε μια ορισμένη ώρα μέσα στη νύχτα όλοι μαζί ανάβαμε το λάδι στις δάδες και περνούσαμε αυτές τις φωτιές από τις τρύπες που είχαμε κάνει στις σκάρες αλλά και αυτές δεν υπήρχε κανείς να τις δει οι δάδες έκαιγαν πολύ ώρα θα έπρεπε να ήταν ωραίο θέαμα απ’ έξω όλες εκείνες οι φωτιές που έτρεμαν επάνω στο μαύρο τοίχο της φυλακής μέσα σ’ εκείνον τον απέραντο κάμπο αλλά οι μόνοι που μπορούσαν να δουν τους πυρσούς μας ήταν οι λιγοστοί αυτοκινητιστές που τρέχουν μικροσκοπικοί πολύ μακριά στη μαύρη ταινία του αυτοκινητόδρομου μερικά χιλιόμετρα μακριά από τη φυλακή ή κάποιο αεροπλάνο ίσως που περνά πάνω ψηλά αλλά αυτά πετούν πολύ ψηλά εκεί πάνω στο μαύρο σιωπηλό ουρανό και δεν βλέπουν τίποτα

 

*