Αναρχικό Δελτίο, νο 34, Mάη 2005

Γυναίκες στην επανάσταση

Σοφία Περόφσκαγια

Η Σοφία Περόφσκαγια, κόρη του γενικού διοικητή της Πετρούπολης, γεννήθηκε το 1854. Εχοντας προβλήματα με τον αυταρχικό πατέρα της, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος των παιδικών της χρόνων στο κτήμα της μητέρας της στην Κριμαία.

Το 1869, η Περόφσκαγια γράφτηκε στο γυναικείο κολλέγιο Alarchin στην Πετρούπολη. Εκεί συνδέθηκε με τους κύκλους της γυναικείας χειραφέτησης και άρχισε να συμμετάσχει στο επαναστατικό κίνημα.

Συνελήφθη, πέρασε από δίκη και αθωώθηκε. Στη συνέχεια προσχώρησε στην επαναστατική οργάνωση "Γη και ελευθερία" και μετά τη διάσπαση της οργάνωσης τον Οκτώβρη του 1879 προσχώρησε στη "Ναρόντναγια Βόλια" ("Βούληση του Λαού"), ομάδα που προέκυψε από αυτή τη διάσπαση και προέτασσε την "τρομοκρατία" ως μέσο για την ανατροπή του τσαρικού καθεστώτος.

Λίγο αργότερα, η "Ναρόντναγια Βόλια" αποφάσισε να εκτελέσει τον τσάρο Αλέξανδρο Β΄. Η Περόφσκαγια και ο Αντρέι Ζελιάμπωφ επιχείρησαν να ανατινάξουν με νιτρογλυκερίνη το τραίνο του τσάρου. Έκαναν όμως λάθος υπολογισμούς και ανατίναξαν άλλο τραίνο. Μια απόπειρα ανατίναξης της γέφυρας Κάμεννυ στην Πετρούπολη, τη στιγμή που περνούσε ο τσάρος, ήταν επίσης ανεπιτυχής.

Στην επόμενη απόπειρα ενάντια στον τσάρο συμμετείχε ο Στεφάν Καλτούριν που κατάφερε να βρει δουλειά σαν μαραγκός στα χειμερινά ανάκτορα. Καθώς είχε τη δυνατότητα να μένει στα ανάκτορα, κουβαλούσε καθημερινά δέματα με δυναμίτη και τα έκρυβε στο δωμάτιό του.

Στις 17 Φλεβάρη 1880, ο Καλτούριν ναρκοθέτησε τα υπόγεια του κτιρίου, κάτω από την τραπεζαρία. Η έκρηξη έγινε στις 6.30 το απόγευμα, τη στιγμή που η "Ναρόντναγια Βόλια" είχε υπολογίσει ότι θα δειπνούσε ο τσάρος. Όμως, ο καλεσμένος του, πρίγκηπας Αλέξανδρος του Battenburg, είχε αργήσει, η ώρα του δείπνου είχε αλλάξει και η τραπεζαρία ήταν άδεια. Ο τσάρος δεν έπαθε τίποτα, αλλά 67 άτομα σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν βαριά από την έκρηξη.

Η "Ναρόντναγια Βόλια" διαμήνυσε στη ρώσικη κυβέρνηση ότι θα σταματούσε τις βομβιστικές επιθέσεις εάν ο ρώσικος λαός αποκτούσε σύνταγμα που θα εγγυώνταν ελεύθερες εκλογές και θα τερμάτιζε τη λογοκρισία. Στις 25 Φλεβάρη του 1880, ο Αλέξανδρος Β΄ ανακοίνωσε ότι εξετάζει το ενδεχόμενο χορήγησης συντάγματος. Σε ένδειξη "καλής θέλησης", προχώρησε στην απελευθέρωση ενός αριθμού πολιτικών κρατούμενων. Ο Μελίκωφ, υπουργός εσωτερικών, ανέλαβε τη διαμόρφωση ενός συντάγματος που θα ικανοποιούσε τους μεταρρυθμιστές, αλλά ταυτόχρονα θα διαφύλασσε τις εξουσίες της αυτοκρατορίας.

Ταυτόχρονα, στη ρώσικη αστυνομία ιδρύθηκε ειδικό τμήμα "εσωτερικής ασφάλειας", η περιβόητη "Οχράνα". Κάτω από τον έλεγχο του υπουργού εσωτερικών Μελίκωφ, μυστικοί πράκτορες άρχισαν να διεισδύουν σε πολιτικές οργανώσεις που υποστήριζαν την κοινωνική μεταρρύθμιση.

Το Γενάρη του 1881, ο Μελίκωφ υπέβαλλε το σχέδιο του νέου συντάγματος στον Αλέξανδρο το Β΄. Αυτό το σχέδιο προέβλεπε την επέκταση των εξουσιών του Zemstvo.* Κάθε zemstvo θα έστελνε αντιπροσώπους σε μια εθνοσυνέλευση ("Gosudarstvenny Soviet") . Η τελευταία θα είχε νομοθετικές αρμοδιότητες. Ο Αλέξανδρος ανησυχούσε ότι θα παραχωρούνταν υπερβολικές εξουσίες στην εθνοσυνέλευση και προχώρησε στη σύσταση επιτροπής που θα εξέταζε λεπτομερειακά το σχέδιο του συντάγματος.

Η "Ναρόντναγια Βόλια" εξοργίστηκε με την αδυναμία της κυβέρνησης να ανακοινώσει τις λεπτομέρειες του νέου συντάγματος και άρχισε να σχεδιάζει νέα απόπειρα εναντίον του τσάρου. Σε αυτή θα συμμετείχαν η Περόφσκαγια, ο Αντρέι Ζελιάμπωφ, ο Γκέσια Γκέλφμαν, ο Νικολάι Σάμπλιν, ο Ιγκνατέι Γκρινεβίτσκι, ο Νικολάι Κιμπάλτσις, ο Νικολάι Ρισάκωφ και ο Τιμοτέι Μιχαήλωφ.

Το Φλεβάρη του 1881, η Οχράνα ανακάλυψε ότι σχεδιαζόταν η δολοφονία του Αλέξανδρου του Β΄ από μια ομάδα συνωμοτών με επικεφαλής τον Αντρέι Ζελιάμπωφ. Ο Ζελιάμπωφ συνελήφθη, αλλά αρνήθηκε να πει οτιδήποτε σχετικά με την σχεδιαζόμενη απόπειρα. Αρκέστηκε να πει στους μπάτσους ότι δε θα μπορούσαν να κάνουν τίποτα για να σώσουν τη ζωή του τσάρου.

Την 1η Μάρτη του 1881, ο Αλέξανδρος ο Β' ταξίδευε με κλειστή άμαξα από τα ανάκτορα Michaelovsky προς τα χειμερινά ανάκτορα της Πετρούπολης. Ενας ένοπλος Κοζάκος καθόταν δίπλα στον οδηγό της άμαξας και άλλοι έξι συνόδευαν την άμαξα έφιπποι. Πίσω τους, ακολουθούσε μια ομάδα αξιωματικών της αστυνομίας με έλκηθρα.

Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής, η άμαξα παρακολουθούνταν από μέλη της "Ναρόντναγια Βόλια". Σε μια γωνία του δρόμου κοντά στο Κανάλι της Αικατερίνης, η Περόφσκαγια έδωσε σήμα στο Νικολάι Ρισάκωφ και τον Τιμοτέι Μιχαήλωφ να ρίξουν τις βόμβες τους στην άμαξα του τσάρου. Από αστοχία, οι βόμβες έπεσαν ανάμεσα στους Κοζάκους. Ο τσάρος δεν έπαθε τίποτα, αλλά επέμενε να βγει από την άμαξα να δει σε τι κατάσταση βρίσκονταν οι τραυματίες. Ενώ στεκόταν δίπλα τους, ένα άλλο μέλος της "Ναρόντναγια Βόλια", ο Ιγκνατέι Γκρινεβίτσκι έριξε μια τρίτη βόμβα εναντίον του. Ο τσάρος σκοτώθηκε επί τόπου. Η έκρηξη ήταν τόσο ισχυρή που σκότωσε και τον ίδιο τον Γκρινεβίτσκι.

Ο Νικολάι Σάμπλιν αυτοκτόνησε πριν πέσει στα χέρια της αστυνομίας και ο Γκέσια Γκέλφμαν πέθανε στη φυλακή. Η Σοφία Περόφσκαγια, ο Αντρέι Ζελιάμπωφ, ο Νικολάι Κιμπάλτσις, ο Νικολάι Ρισάκωφ και ο Τιμοτέι Μιχαήλωφ οδηγήθηκαν στην αγχόνη στις 3 Απρίλη του 1881.

* Zemstvo: Τοπική συνέλευση που λειτουργούσε ως σώμα επαρχιακής αυτοκυβέρνησης στη Ρωσία από το 1864 ως το 1917. Το σύστημα των zemstvo εφαρμόστηκε για πρώτη φορά κατά την περίοδο της βασιλείας του τσάρου Αλέξανδρου Β΄. Σύμφωνα με αυτό, κάθε περιφέρεια εξέλεγε αντιπροσώπους οι οποίοι έλεγχαν την εκπαίδευση, τη δημόσια υγεία, το οδικό δίκτυο, τη γεωργία και το εμπόριο. Η αντιπροσώπευση στα zemstvo ήταν ανάλογη προς την ιδιοκτησία γης. Το εκλογικό σώμα ήταν χωρισμένο σε τρεις ομάδες: τους ιδιοκτήτες γης, τον αστικό πληθυσμό και τις αγροτικές κοινότητες.

 

Bέρα Ζασσούλιτς

Στις 8 Μάη του 1919 πέθανε η Βέρα Ζασσούλιτς (είχε γεννηθεί το 1849), ρωσίδα επαναστάτρια, αναρχική και στη συνέχεια μαρξίστρια (εντάχθηκε στους κόλπους των μενσεβίκων).]

Καταγόταν από οικογένεια ευγενών. Στη διάρκεια των σπουδών της, συνδέθηκε με τους επαναστατικούς φοιτητικούς κύκλους της Πετρούπολης. Το Μάιο του 1869 συνελήφθη, λόγω της αλληλογραφίας της με τον μηδενιστή Νετσάγιεφ. Φυλακισμένη στο φρούριο Πέτρου και Παύλου, απελευθερώνεται το Μάρτη του 1871 και πηγαίνει στο Χάρκοβο. Εκεί συμμετέχει στην ομάδα “Οι στασιαστές του νότου” που πραγματοποιεί ένοπλες επιθέσεις ενάντια στην τσαρική δικτατορία. Επιστρέφει στην Πετρούπολη και στις 24 Γενάρη του 1878 (σύμφωνα με το ιουλιανό ημερολόγιο), πυροβολεί τον αστυνομικό διοικητή της πόλης, στρατηγό Τρέπωφ, υπεύθυνο για τον βασανισμό του Α.Σ. Εμελιάνωφ (Μπογκολιούμπωφ), μέλους της οργάνωσης “Γη και Ελευθερία”. Ο Τρέπωφ τραυματίζεται βαριά και η Βέρα περνά από δίκη στις 31 Μάρτη του 1878.

Οι ένορκοι την αθώωνουν. Η μυστική αστυνομία θα επιχειρήσει, χωρίς επιτυχία, να τη συλλάβει τη στιγμή που βγαίνει από το δικαστήριο. Θα καταφύγει στην Ελβετία για να επιστρέψει ξανά στη Ρωσία όπου αγωνίζεται στους κόλπους της ομάδας “Μαύρη Αναδιανομή”*.

Όμως το 1883 απομακρύνεται από τον αναρχισμό για να υιοθετήσει μαρξιστικές θέσεις και συμμετέχει στο συνέδριο της Δεύτερης Διεθνούς, μέσα από τους κόλπους των μενσεβίκων.

* Το όνομα αυτής της ομάδας παραπέμπει στους αγώνες των ρώσων αγροτών της εποχής εκείνης για ίση αναδιανομή της γης.

 

Μαρία Σπιριντόνοβα

Η Μαρία Σπιριντόνοβα γεννήθηκε στο Tambov το 1885. Την περίοδο που εκπαιδευόταν ως νοσοκόμα εντάχθηκε στο Σοσιαλιστικό Επαναστατικό Κόμμα.

Κατά τη διάρκεια της επανάστασης του 1905, η αστυνομία κατέστειλε βίαια μια αγροτική εξέγερση. Το Γενάρη του 1906, η Σπιριντόνοβα εκτέλεσε τον αστυνομικό επιθεωρητή Luzhenovsky που είχε διατάξει την επίθεση. Μετά τη σύλληψή της χτυπήθηκε, βασανίστηκε και κακοποιήθηκε σεξουαλικά.

Η Σπιριντόνοβα καταδικάστηκε για φόνο και στάλθηκε εξορία στο Akatui της Σιβηρίας. Μετά την αποφυλάκισή της δραστηριοποιήθηκε ξανά στο Σοσιαλιστικό Επαναστατικό Κόμμα και τον Μάρτη του 1917 ανατίναξε τη φυλακή Chita.

Υποστήριξε την οκτωβριανή επανάσταση ως μέλος του Αριστερού Σοσιαλιστικού Επαναστατικού Κόμματος (LSR). Εκλέχθηκε στη Συντακτική Συνέλευση που όμως διακόπηκε το 1918 από τους Μπολσεβίκους.

Τον Ιούλη του 1918, η Σπιριντόνοβα ηγήθηκε της αντι-μπολσεβίκικης εξέγερσης του LSR. Συνελήφθη και πέρασε περισσότερα από είκοσι χρόνια στη Σιβηρία, πριν την εκτέλεσή της, το 1941.

 

*