(Αναρχικό Δελτίο, νο 29, Μάρτης 2004)

Η ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΕΙΝΑΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΓΙΑ ΟΛΑ

Στις 26 Νοεμβρίου 2003 μπήκε μια άνω τελεία στο ζήτημα των 7 με την αποφυλάκισή μας ύστερα από 5 μήνες κράτησης. Πέντε μήνες φυσικής απομόνωσης 7 διαφορετικών ανθρώπων, που είχαν κοινό σημείο αναφοράς τη Θεσσαλονίκη και θέλησαν να προτάξουν το δικό τους τρόπο και λόγο ενάντια στην εγκληματική καθημερινότητα, είτε αυτή λέγεται "παγκοσμιοποίηση" είτε "εργασιακά" είτε "αστυνομοκρατία" είτε οτιδήποτε βιώνει ο καθένας ως εχθρικό απέναντι στην ελευθερία και τη ζωή του.

Έτσι από τις 19 ως τις 21 Ιουνίου 2003 πραγματοποιήθηκε στη Χαλκιδική η πολυσυζητημένη σύνοδος κορυφής των κρατών-μελών της Ε.Ε και βρέθηκα εκεί. Το ραντεβού αυτό είχε μια ιδιαίτερη αξία από τη μία για τα αφεντικά τα οποία θα συζητούσαν για την ισχυροποίηση της Ε.Ε. και την ενσωμάτωση 10 ακόμα κρατών, την όξυνση της "αντιτρομοκρατικής" εκστρατείας και τη διασφάλιση των συνόρων από μετανάστες με τη δημιουργία ειδικής υπηρεσίας προστασίας συνόρων. Από την άλλη, τα αφεντικά των ΚΚΕ, Φόρουμ, διάφορων Μ.Κ.Ο. και άλλων κρατικών φορέων είχαν στόχο την επίδειξη αριθμητικής υπεροχής στους ανταγωνιστές τους και όπως πάντα το πρόγραμμα του εναλλακτικού καπιταλισμού. Στην αντίθετη πλευρά και εχθρικά απέναντι στους παραπάνω θα βρισκόταν το μαύρο μπλοκ.

Το κλίμα που δημιούργησαν media και αστυνομία τις προηγούμενες μέρες έδειχνε ότι "το κόλπο βρωμούσε". Η αστυνομία κατάφερε στο όνομα των αναρχικών να κάνει νεκρή ζώνη την πόλη και να δημιουργήσει ένα γενικευμένο κλίμα ανασφάλειας στον κόσμο, ενώ επίσης θα ήταν μια καλή ευκαιρία να δοκιμάσουν νέες μεθόδους καταστολής σε πρακτικό επίπεδο. Συμπληρωματικά στο κλίμα ανασφάλειας λειτούργησαν φυσικά και τα media που εκτός των άλλων θα κέρδιζαν άπειρες εικόνες "ντροπής". Αυτά ήρθαν και ενίσχυσαν τους φόβους που είχα όχι μόνο όσον αφορά τη διογκωμένη υπεραξία που θα κέρδιζαν κάποιοι απ'τη δική μας συμμετοχή ως μαύρο μπλοκ, αλλά και όσον αφορά το δικό μας επίπεδο οργάνωσης σε κάτι που για πολύ κόσμο ήταν πρωτόγνωρα μαζικό.

Όμως παρόλ'αυτά επέλεξα να είμαι εκεί γιατί θέλησα να υπερασπιστώ τη συντροφική-συλλογική αξία του όλου εγχειρήματος (έστω κι αν τελικά δεν υπήρξε σε κινηματικό βαθμό), γιατί υπήρχε ένα πολιτικό γεγονός απ'το οποίο καθορίζονται οι τύχες κάποιων ανθρώπων και γιατί θέλησα να βρίσκομαι εκεί ως ενάντιος όχι από καθήκον αλλά από συνείδηση.

Στα πανεπιστήμια έφτασα το πρωί της Πέμπτης 19 Ιούνη, και τα πρώτα νέα δεν ήταν καλά. Η κατάληψη της Φιλοσοφικής είχε ήδη διασπαστεί και ο κόσμος που είχε καλεστεί είχε μείνει "ακάλυπτος". Η κατάληψη της Νομικής που κινήθηκε από τον κόσμο της Θεσσαλονίκης (στεγάζοντας medical team, legal team, indymedia) και τα "γρασίδια" λειτουργούν διεξοδικά απέναντι στην ανευθυνότητα. Η πρώτη μου απογοήτευση όμως αντιστρέφεται με την πορεία αλληλεγγύης για τους μετανάστες που ακολουθεί. Μια πορεία που ξεπέρασε κάθε προσδοκία στη μαζικότητά της και ανέδειξε πολλά θετικά στοιχεία όσον αφορά το οργανωτικό της. Ένα άψογο οργανωτικά εγχείρημα που κινήθηκε από τις ομάδες της Θεσσαλονίκης που έκαναν το κάλεσμα, αλλά και από όλους όσους βοήθησαν έμπρακτα στο να επιτευχθεί το ζητούμενο αποτέλεσμα. Μια πορεία με τόσο ξεκάθαρο όσο και εχθρικό πρόταγμα όχι μόνο απέναντι στην "κοιμισμένη" κοινωνία αλλά και στους καθεστωτικούς διαδηλωτές. Η πορεία αυτή ήταν ό,τι πιο ζωντανό έζησα εκείνες τις μέρες στη Θεσσαλονίκη.

Μαζί με την πορεία της Πέμπτης όμως, έγινε και άλλη μια αυθόρμητη αλλά ουσιαστική κίνηση στα σύνορα Ελλάδας-FYROM όπου 250 σύντροφοι πήγαν για να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους σε 700 τσιγγάνους που κρατούνται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, πηγαίνοντάς τους νερό και τρόφιμα. Έτσι λοιπόν έφτασε το Σάββατο, η σημαντικότερη μέρα (καλώς ή κακώς) για όλους όσους βρίσκονταν εκεί. Στις συνελεύσεις που αφορούσαν το οργανωτικό, στις προσωπικές συζητήσεις αλλά και στο γενικότερο κλίμα που επικρατούσε όσον αφορά τη σύγκρουση, φάνηκε ότι το κενό ήταν πολύ μεγαλύτερο απ' αυτό που μπορούσε να σηκώσει η μαζικότητα του μαύρου μπλοκ, που άλλωστε η ίδια το δημιουργούσε.

Η συνοχή της Πέμπτης είχε τεμαχιστεί σε άτομα ή ομάδες ανθρώπων που είχαν συνεννοηθεί τα "πού, πώς και πότε", αυτοακυρώνοντας τη συλλογική συνείδηση που θα έπρεπε να επικρατεί στο εγχείρημα, κάτι το οποίο φάνηκε και στη μικρή προσέλευση του κόσμου στις συνελεύσεις όπως και στη μη μετάφραση των συζητήσεων στους ξένους συντρόφους, με αποτέλεσμα πολλοί από αυτούς απλά να "ακολουθούν". Έτσι λοιπόν βγήκαμε το απόγευμα του Σαββάτου περίπου 3.000 άνθρωποι από τα πανεπιστήμια γνωρίζοντας ότι οι συνθήκες δεν μας ευνοούν. Πράγματι, μετά από περίπου είκοσι λεπτά παρουσίας στο δρόμο, εμφανίζονται οι μπάτσοι οι οποίοι καταφέρνουν μέσα από έναν καταιγισμό δακρυγόνων να διασπάσουν το μπλοκ αρχικά στη μέση, αναγκάζοντας το μισό να οπισθοχωρήσει στα πανεπιστήμια, ενώ το άλλο μισό, στο οποίο βρισκόμουν κι εγώ, να σπάει σε μικρές ομάδες.

Σε όλη αυτή την "οργανωτική ανωτερότητα" των μπάτσων συνέβαλε και η βοήθεια του Φόρουμ, το μπλοκ του οποίου λειτούργησε ως "τείχος αδιεξόδου" για το μαύρο μπλοκ. Μέσα σε αυτή τη θανατηφόρα ατμόσφαιρα οι μπάτσοι καταφέρνουν να διασπάσουν τελείως το μπλοκ, ενώ οι τελευταίοι που έχουμε μείνει πάνω στην Εγνατία είμαστε μια ομάδα 80 ατόμων, που οι μπάτσοι μας περικυκλώνουν, μας χτυπούν, μας ψεκάζουν και τελικά συλλαμβάνουν εμένα. Οι υπόλοιποι περνούν κυριολεκτικά μέσα από τα γκλομπ των μπάτσων και καταφέρνουν να διαφύγουν. Είναι πραγματικά τρομακτικό το συναίσθημα όταν σηκώνεις το βλέμμα σου και αντιλαμβάνεσαι ότι γύρω σου δεν υπάρχει κανένας εκτός από ΜΑΤ. Στη συνέχεια, προχωράω μαζί με τα ΜΑΤ, όταν μια ομάδα τριάντα ατόμων βγαίνει από ένα στενό, τους "τα χώνει" ενώ αυτοί το διασκεδάζουν λέγοντάς μου ότι θα την πάθω από τους δικούς μου. Όσον αφορά την τσάντα που κατηγορούμαι ότι είχα, ακόμα δεν την έχω αντιληφθεί μέχρι που με παραδίδουν στους ασφαλίτες σε μια στοά, όπου την αφήνουν δίπλα μου και λένε ότι είναι δικιά μου. Οι ασφαλίτες μας βαράνε, μας βάζουν στην κλούβα και μας πηγαίνουν στη Θέρμη. Εκεί μας υποδέχονται καμιά εικοσαριά ασφαλίτες και συνοριοφύλακες οι οποίοι μας βάζουν στα κελιά κυριολεκτικά με τις κλωτσιές, ενώ όλο το βράδυ μας προσκαλούν έναν-έναν στα δωματιάκια, μας βαράνε, μας βρίζουν και μας φτύνουν.

Το πρωί της επόμενης, 29 άτομα οδηγούμαστε ανά ομάδες στα δικαστήρια με κινηματογραφικό τρόπο. Εκεί οι μπάτσοι αρχικά δεν αφήνουν τους δικηγόρους να μας μιλήσουν, αλλά μετά από επέμβαση των ανώτερων καταφέρνουμε να τους μιλήσουμε και να πάρουμε τις πρώτες πληροφορίες όσον αφορά τα νομικά. Τελικά περνάμε από ανακριτή και 22 παίρνουν αναβολή για την Τρίτη (24/6) ενώ εμείς οι 7 για την Τετάρτη (25/6). Γυρνώντας από τα δικαστήρια, οι μπάτσοι μας μεταφέρουν όλους στο τμήμα της Βαλαωρίτου, όπου εκεί, βλέποντας ότι έχουμε χαλαρώσει λόγω της επαφής μας με τους δικηγόρους, μας κάνουν καψώνια για να μας πάρουν τον αέρα. Παρόλ'αυτά τις επόμενες ώρες και μέρες στα κρατητήρια συζητούσαμε, παίζαμε, γελάγαμε, φωνάζαμε, βιώνοντας έτσι στο μέγιστο την αυθόρμητη και συλλογική αυτοάμυνα που πηγάζει από τέτοιου είδους καταστάσεις.

Έτσι έφτασε η Τρίτη, όπου οι 22 τελικά αφέθηκαν με εγγυήσεις, αφού πρώτα ο εισαγγελέας μετέτρεψε τα πλημμελήματά τους σε κακουργήματα. Αυτό ήταν κάτι που τους υπόλοιπους μας φόβισε -βλέποντας ότι τα πράγματα δυσκόλεψαν για τους 22, πόσο μάλλον για μας που είχαμε ήδη κακουργήματα. Η συνέχεια είναι γνωστή, με τον εισαγγελέα να ανακοινώνει την προφυλάκισή μας. Ο Simon, ο Σπύρος, ο Carlos, o Fernando και ο Κάστρο στα Διαβατά και εγώ με το Μήτσο, Ανηλίκων Αυλώνα.

Το ενδεχόμενο μιας φυλάκισης και η πραγμάτωσή του έχουν τεράστια απόσταση. Το ρίσκο του δρόμου πάντα προϋποθέτει καταστάσεις όπως η φυλακή, κάτι που οι περισσότεροι έχουν αναλογιστεί. Όμως, πέρα από τα ποσοστά του ρίσκου, υπάρχει η πραγματικότητα της φυλακής και αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να υπάρχει μόνο σαν πιθανότητα αλλά και σαν συνείδηση. Έτσι λοιπόν κι εγώ, προσγειωμένος στην πραγματικότητα, σχεδόν ανενημέρωτος και πλήρως ανέτοιμος για μια τέτοια κατάσταση, οδηγούμουν τα ξημερώματα της Πέμπτης (26/6) στις φυλακές.

Κατά τη μεταφορά μας με κλούβα στον Αυλώνα, πήραμε τις πρώτες μας πληροφορίες από άλλους κρατούμενους για τις συνθήκες των φυλακών. Τα νέα δεν ήταν και τα καλύτερα, με το Μήτσο προετοιμαστήκαμε για όλα. Οι φυλακές Αυλώνα είναι από τις πιο σκληρές στην Ελλάδα, κι αυτό δεν έχει να κάνει τόσο με τις συνθήκες κράτησης αλλά με το φυσικό ανταγωνισμό μεταξύ των κρατούμενων. Τον ανταγωνισμό αυτό, ως ένα βαθμό, τον βιώσαμε τις πρώτες "αναγνωριστικές" βδομάδες, όμως υπήρχαν δύο βασικά στοιχεία τα οποία βοήθησαν στο να γίνουμε δέκτες μιας ιδιαίτερης μεταχείρισης. Το ένα είχε να κάνει με το λόγο (ή έστω την απλούστευσή του) για τον οποίο μας πιάσανε, δηλαδή ότι συγκρουόμαστε με τους μπάτσους. Το "αντιμπατσικό" αποτελεί γενικευμένη συνείδηση των φυλακισμένων και αυτός ήταν ένας λόγος, έστω και με τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, να έρθουμε πιο κοντά. Το δεύτερο και ουσιαστικότερο στοιχείο ήταν η αλληλεγγύη. Ιδιαίτερα στις συγκεντρώσεις έξω από τις φυλακές, εκτός του ότι ήταν μια πολύ καλή αφορμή για να σπάσει η ρουτίνα της φυλακής, οι συγκρατούμενοί μας βίωναν την αλληλεγγύη και στο πρόσωπό τους, κάτι που τους δυνάμωνε και τους χαροποιούσε.

Μέχρι την απόρριψη της πρώτης αίτησης αποφυλάκισης λειτουργούσα σωματικά και ψυχικά με τα δεδομένα του "έξω". Οι σκέψεις και οι κινήσεις μου λειτουργούσαν ακόμα με βάση το χώρο και το χρόνο που είχα μάθει ως τότε. Με τον καιρό όμως να περνάει, είτε από επιλογή είτε από συνήθεια επανακαθόρισα τα όρια της σκέψης και της κίνησης με βάση το νέο χωροχρόνο μου. Η συνεχόμενη προσμονή της αποφυλάκισης λόγω των αιτήσεων είναι κάτι που με έφθειρε ψυχικά, και με τον καιρό έμαθα να το αντιμετωπίζω. Στη φυλακή έμαθα να ζω και να επικοινωνώ και με ανθρώπους που ήξεραν μόνο να παίρνουν και όχι να μοιράζονται, όμως απέναντι σ'αυτή τη λογική κι εγώ και ο Μήτσος θέσαμε τους δικούς μας όρους, αρχικά στο μικρόκοσμο του κελιού μας. Ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους γνωρίσαμε αρκετούς μαζί με τους οποίους μοιραστήκαμε την απόλυτη εξαθλίωση. Κυρίως κάποιους μετανάστες οι οποίοι βρίσκονται στις φυλακές για μήνες ή χρόνια χωρίς χαρτιά, χωρίς να ενδιαφέρεται κάποιος και χωρίς να περιμένουν να αποφυλακιστούν. Απέναντι λοιπόν σ'αυτές τις συνθήκες που βίωναν κάποιοι συγκρατούμενοί μας, αποφασίσαμε με το Μήτσο να μην ξεκινήσουμε απεργία πείνας, θεωρώντας ότι είναι υποτιμητικό τουλάχιστον απέναντι σ'αυτούς, απ'τη στιγμή που βρισκόμασταν στη φυλακή κατά κάποιο τρόπο από επιλογή δική μας. Αυτό σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι υποτιμήσαμε την πρακτική που επέλεξαν οι πέντε σύντροφοί μας, οι οποίοι δρομολόγησαν με την απεργία τις καταστάσεις που οδήγησαν στην αποφυλάκισή μας.

Οι κινήσεις αλληλεγγύης και η πολυδιάστατη αναγκαιότητά τους είναι το σημείο αναφοράς όλου του πεντάμηνου (σ. της προφυλάκισης). Δεν ήταν μόνο η πολιτική αξία των κινητοποιήσεων ως μέσο αντιπληροφόρησης και πίεσης, αλλά κυρίως η συναισθηματική αξία της αλληλεγγύης, όπως τουλάχιστον τη βίωσα εγώ. Οποιαδήποτε κίνηση αλληλεγγύης σε προσωπικό ή συλλογικό επίπεδο, στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, λειτουργούσε για μένα ως πηγή δύναμης για τη συνέχεια. Η ενημέρωση για τις κινητοποιήσεις ήταν άμεση, αφού είχα τη χαρά 4 σύντροφοί μου να έρχονται στο επισκεπτήριο των φυλακών, από τους οποίους, εκτός των άλλων, δεχόμουν την άμεση υποστήριξη ενώ συγχρόνως έσπαγε και η "φυσιογνωμική ρουτίνα" του μαζικού εγκλεισμού.

Έτσι, ο καθένας ξεχωριστά και όλοι μαζί, ζήσαμε ένα πεντάμηνο νευρικότητας, τρεξίματος, με αρκετές απογοητεύσεις μέχρι την τελική λύτρωση, αφήνοντας προς τους εχθρούς, αλλά κυρίως προς εμάς, το μήνυμα ότι τελικά, πράγματι, η αλληλεγγύη είναι προϋπόθεση για όλα.

Μιχάλης Τ.

*

1